Ὁ Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης ἐγεννήθηκε τὸ 1901. Γόνος εὐσεβῶν γονέων ἐκ τοῦ ἁγιοτόκου καὶ ἁγιοτρόφου Πόντου, καὶ μάλιστα τῆς Ἀργυρουπόλεως, τῆς ἕδρας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλδίας, ἔμεινε ἀπὸ βρέφους ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ πατέρα καὶ ἀπὸ μητέρα ποὺ ἀπέθαναν τὴν ἰδίαν ἡμέραν.
Ὅμως, ἀμέσως ἐφανερώθησαν τὰ σημεῖα τῆς κλήσεως καὶ τῆς χάριτος. Γαλουχημένος ἀπὸ τὴν εὐσεβεστάτην μάμμην του μὲ τὴν παραδειγματικὴν ποντιακὴν εὐσέβειαν, μόλις ἐστάθη εἰς τοὺς πόδας του καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ ἔδειξεν ὅτι διέφερε τῶν πολλῶν, ὅτι ἦτο ὅλως ἐξηρτημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀφωσιωμένος εἰς Αὐτόν.
Παιδάριον ἀκόμη, ὁ κατὰ τὸ ἅγιον βάπτισμα Ἀθανάσιος, ἐδίδετο εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν νηστείαν καὶ ἐσφράγισε τὰ πρῶτα χριστιανικὰ βήματά του, ἑπταετὴς μόλις, μὲ ἕν προσκύνημα εἰς τὸ μέγα σέβασμα τῆς Παναγίας τοῦ Σουμελᾶ. Ἔκτοτε, ἡ ζωή του ἦτο μία ἀνυποχώρητος ὑπακοὴ εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐφόρεσε τὸ ράσον εἰς ἡλικίαν μόλις ἐννέα ἐτῶν!
Δεκαοκταετὴς ὤν ἐπισημοποίησε τὴν ἀφιέρωσίν του διὰ τῆς κουρᾶς εἰς τὸν Μοναχισμὸν καὶ ἐβίωσε τὰ ἰδεώδη του εἰς τὸ ἔπακρον. Ἐκαλλιέργησε μὲ σπανίαν ἐπιμέλειαν ὅλας τὰς μοναχικὰς ἀρετάς καὶ ἐτρύγησε πλουσίως τοὺς γλυκεῖς καρπούς των. Ἔθεσε τὸν τράχηλον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἱερωσύνης καὶ ἐχειροτονήθη Διάκονος.
Εἰς τὰς τραγικὰς ἡμέρας τοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας κομμουνιστικοῦ διωγμοῦ ἐν Γεωργίᾳ, ὁ νεαρὸς Ἱεροδιάκονος συλληφθεὶς ὡς «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ» ὑπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, εὐτελισμούς, δημοσίας διαπομπεύσεις καὶ ἀνηκούστους βασάνους. Κατεδικάσθη εἰς θάνατον καὶ ἐτυφεκίσθη μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους, ἀλλὰ χάριτι θείᾳ διεσώθη θαυματουργικῶς.
Τὸ 1925 ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος καὶ Πνευματικός, ἐνῶ τὸ 1929 ἦλθεν ἐπιτέλους μετὰ ἀπὸ πολλὰς περιπετείας εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπου ἔζησε τὰ τελευταῖα τριάντα ἀπὸ τὰ πενηνταοκτὼ ἔτη τῆς ζωῆς του. Ἐδῶ, ἡ Σίψα, ὁ σημερινὸς Ταξιάρχης, ἐδέχθη τὸν Ὁμολογητὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡγιάσθη ἀπὸ τὰς προσευχάς του, τοὺς κόπους του διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸν ἄνθρωπον, τὰς νηστείας του, τὰς ἀγρυπνίας του, τὰς ἐλεημοσύνας του, τὰς διδαχάς του, τὴν θεόσοφον πνευματικὴν καθοδήγησίν του, τὰ θαύματά του.
Πατὴρ γνήσιος, αὐστηρὸς εἰς τὸν ἑαυτόν του μέχρις ἄκρων, ἀλλ’ ἐπιεικὴς καὶ μειλίχιος, ἀμνησίκακος καὶ συγχωρητικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους, συνεκακουχεῖτο καὶ συνέπασχε θυσιαστικῶς μὲ τὸν λαὸν τῆς περιοχῆς.
Κατεδικάσθη καὶ πάλιν εἰς θάνατον τὸ 1941 ὑπὸ τῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ ὁμοδόξων εἰσβολέων καὶ διεσώθη καὶ πάλιν θαυματουργικῶς, διὰ νὰ συνεχίσῃ νὰ διέρχεται εὐεργετῶν καὶ φανερῶν τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του, στὶς 4 Νοεμβρίου 1959.
|