Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἦταν ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία. Γεννήθηκε τὸν 11ο αἰώνα σ’ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Μαγνησία (πρὸς τὸν Νέανδρο Ποταμό), ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Νικήτα καὶ τὴν Εἰρήνη.
Ὅταν ἀκόμα ἦταν ἕξι χρονῶν, ἐπιδόθηκε στὸν πνευματικὸ στίβο μέσα στὸ μοναστήρι τῶν Ὀρόβων. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπὶ πέντε χρόνια διδασκόμενος. Ὅμως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, θέλησε νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Μετὰ τὴν προσκύνηση τῶν ἐκεῖ Ἱερῶν, ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου κοινοβίασε ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ κατόπιν ἱερέας.
Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἀράβων, ποὺ βεβήλωναν τὰ ἱερά, ἀναγκάστηκε καὶ ἔφυγε στὴν Ἔφεσο, σ’ ἕνα ἔρημο ὄρος ἀντίκρυ τῆς πόλης, ποὺ ὀνομαζόταν Γαλλήσιο. Ἐκεῖ, στὴν ἀρχὴ μόνος ζοῦσε σ’ ἕνα κελί, ἀλλὰ ἀργότερα μαζεύτηκαν γύρω του καὶ ἄλλοι μοναχοί. Ὁ δὲ Μονομάχος Κωνσταντῖνος (1042 – 1054), ἐξόριστος τότε στὴ Μυτιλήνη, ἄκουσε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ ἔκτισε ὡραιότατο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Γαλλήσιο ὄρος, καὶ τὸν προίκισε μὲ πολλὰ ἱερὰ κειμήλια.
Ὁ δὲ Ὅσιος Λάζαρος, ἀνήγειρε κοντὰ στὸ ναὸ στυλό, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν κορυφή του καὶ ἀσκήτευε χειμώνα – καλοκαίρι, ἐκτεθειμένος σὲ καύσωνες καὶ παγωνιές. Ὁ Θεὸς ἐπίσης, ἔδωσε στὸν Ὅσιο Λάζαρο καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ.
Ἔτσι αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὴν ζωή του, πέθανε μὲ ἁγιότητα σὲ βαθιὰ γεράματα (1054).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ταῖς τῶν δακρύων σου.
Ταῖς ἐπαγρύπνοις προσευχαῖς, ἐν ὀχετοῖς δακρύων τὸν στῦλον κατέβρεχες, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας ποιμήν, τοῖς προσιοῦσι νέμων συγχώρησιν, Λάζαρε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τοὺς ὑπὲρ φύσιν σου σοφὲ πόνους καὶ σκάμματα
Αὐτοὶ οἱ Ἄγγελοι ἰδόντες κατεπλάγησαν,
Δι' ὧν εἴληφας θεόθεν καὶ τοὺς στεφάνους.
Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,
Ἐκ παντοίων ἡμᾶς σῶζε περιστάσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ ποιμὴν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὕλην ἀπορρίψας τὴν γεηράν, ἔσοπτρον ἐδείχθης, τῆς ἀΰλου μαρμαρυγῆς, Λάζαρε παμμάκαρ, ἐν Γαλησίῳ Ὄρει, ὡς ἄϋλος βιώσας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.
|