Οἱ ἄνθρωποι συνήθισαν νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἐπευφημοῦν τοὺς ἀθλητὲς μὲ τὶς καλὲς ἐπιδόσεις καὶ τὰ μεγάλα ρεκόρ. Καλὰ κάμνουν. Ἀξίζει σ’ αὐτοὺς κάθε ἔπαινος καὶ τιμή.
Εἶναι ὅμως καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀθλητὲς πιὸ τρανοὶ καὶ πιὸ ἄξιοι ἀπ’ αὐτούς. Οἱ ἀθλητὲς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Οἱ ἀθλητὲς τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ πάλεψαν καὶ ἀγωνίστηκαν, ὄχι γιὰ ἕνα προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ στεφάνι, ἀλλὰ γιὰ τὸ στεφάνι «τῆς ἄνω κλήσεως», τὸ ἔπαθλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι αὐτοὶ πιὸ μεγάλοι καὶ θαυμαστοί.
Γιατί στὸν ἀγῶνά τους δὲν ἀντιμετώπισαν ἀνθρώπους μὲ δυνάμεις ἀνθρώπινες. Αὐτοὶ ἀντιμετώπισαν καὶ νίκησαν τὸν διάβολο καὶ τὴν συνοδεία του. Ἡ πάλη τους ὑπῆρξε πάλη, ὅπως τονίζει ὁ θεῖος Ἀπόστολος «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσίους στ’ 12). Δηλαδὴ ὁ ἀγῶνάς τους ὑπῆρξε ἀγώνας ἐνάντια στὶς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, πρὸς τὰ πλήθη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πρὸς τοὺς καταχθόνιους κοσμοκράτορες, ποὺ κυριαρχοῦν πάνω στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰώνα.
Ὁ ἀγῶνάς τους ἔγινε ἐνάντια στὰ πνευματικὰ καὶ πονηρὰ ἐκεῖνα ὄντα μὲ σκοπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς καὶ ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς ποὺ διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ κατορθώματά του, εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Νόμων ὁ Θαυματουργὸς ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ Κύπρο μας.
Πότε ἔζησε ὁ Ἅγιός μας αὐτὸς δὲν γνωρίζουμε. Οὔτε καὶ ποὶοι ἤσαν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα.
Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς ἀπ’ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ὅσιος πόθησε τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ φανερώνει πὼς οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἦσαν καλοὶ χριστιανοί. Κάτι περισσότερο.
Σὰν τέτοιοι, μὲ ζῆλο φρόντισαν καὶ ἀπὸ βρέφους ἐνστάλαξαν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «τὰ ἱερὰ γράμματα», ποὺ «σοφίζουν τὸν ἄνθρωπον εἰς σωτηρίαν». Ἔτσι τὸ παιδὶ μεγαλώνοντας, ἕναν σκοπὸ ἔβαλε στὴν ζωή του. Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστὸ καὶ πῶς νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του.
Κάποια μέρα γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸν ἱερὸ αὐτὸ πόθο του, ἀφῆκε τὸ σπίτι του καὶ τοὺς γονεῖς του καὶ τράβηξε στὴν ἐρημιά. Ἀσκήτεψε σὲ διάφορους τόπους. Ἀνυπόδητος μ’ ἕνα καὶ μόνο χιτώνα χειμώνα καλοκαίρι διέμενε μέσα σὲ σπηλιές. Πρόγραμμα ἐπίσης ἕνα: «Πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (Α’ Κορ. ζ’ 32). Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Κύριο. Τί εὐγενικός, τί θεῖος, τί οὐράνιος σκοπός! Μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκαμνε δὲν εἶχε ἀνάγκη ἄλλοι νὰ φροντίζουν γι’ αὐτόν. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐργασία του, τὰ διάφορα πλεχτὰ ποὺ ἔφτιαχνε, κατόρθωνε νὰ ἐξασφαλίζει τὰ λίγα ποὺ ἀπαιτοῦντο γιὰ τὴ συντήρησή του. Ὅταν δὲν ἔπλεκε, προσευχόταν. Προσευχόταν «ἀδιαλείπτως» γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.
Μὲ τὸν καιρὸ ἡ φήμη του ἄρχισε νὰ γίνεται μεγάλη. Πολὺ μεγάλη. Ὅπου πήγαινε πολλοὶ τὸν κυνηγοῦσαν καὶ τὸν ἔβρισκαν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ τὸν ἀκούσουν. Οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις τὸν ἀνάγκαζαν νὰ μετακινεῖται συνεχῶς, μέχρι ποὺ στὸ τέλος πῆγε καὶ ἐγκατεστάθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ κοντὰ στὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγυϊα. Ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα ἄνω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἀγυϊὰ δηλ. ὕψωμα. Ἡ ὀνομασία εἶναι δικαιολογημένη, γιατί τὸ χωρίο εἶναι κτισμένο σ’ ἕνα ὕψωμα, 10 μίλια περίπου ΝΔ τῆς Λευκωσίας, τῆς περιφέρειας τῆς Ταμασοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξυμνεῖται ὡς «Τῶν Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα».
Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ντυμένος τὸ τιμημένο ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ συνεχίζει, καθημερινὰ τὸν ἀγῶνά του. Κάτω ἀπ’ τὸ ἁπλὸ ἔνδυμα, κρύβεται μία ἔνθεη ψυχή. Μιὰ ψυχὴ ποὺ σύνθημά της ἔχει τὰ παραγγέλματα τοῦ θείου Ἀποστόλου Παύλου. «Ἀδελφοὶ τὰ ἄνω ζητεῖτε... τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ. γ’ 1 – 2).
Καὶ αὐτὸς τὰ ἄνω ζητεῖ. Τὰ ἄνω φρονεῖ. Ἐμπόδιο στὸ παράγγελμα αὐτὸ προβάλλει συνεχῶς ὁ ἐαυτός του, ὅπως καὶ ὁ δικός μας ἐαυτός. Ὁ Ἅγιός μας ὅμως ἀγωνίζεται σκληρὰ ἐνάντια στὸν ἑαυτό του. Γνωρίζει πώς, ὅταν νικήσει τὸν ἑαυτὸ του, κέρδισε τὸν μισὸ ἀγώνα. Τοῦτο τονίζει καὶ ὁ ἀρχαῖος σοφὸς Πλάτων. Τί λέγει; «Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη». Καὶ τὸ ἀντίθετο. «Τὸ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ’ ἑαυτοῦ πάντων αἰσχιστὸν τε ἅμα καὶ κάκιστον». Δηλαδὴ τὸ νὰ κατορθώσει ἕνας νὰ νικήσει καὶ χαλιναγωγήσει τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς πετυχαίνει τὴν πρώτη καὶ πιὸ μεγάλη νίκη. Μὰ καὶ τὸ ἄλλο. Τὸ νὰ νικηθεῖ ἕνας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς παθαίνει τὴν πιὸ ἐξευτελιστικὴ καὶ σκληρὴ ἥττα. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν γνωρίζουν οἱ Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται σκληρὰ ἐνάντια στὰ θελήματα τῆς σάρκας τους. Ἀγωνίζονται σκληρὰ μέρα καὶ νύχτα. Μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνά τους αὐτὸν ἐνάντια στὸν ἑαυτὸ τους οἱ Ἅγιοι εἶχαν νὰ ἐπιβληθοῦν καὶ νὰ νικήσουν καὶ τὸ κακὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου τους, τὸν κόσμο. Ὦ αὐτὸς ὁ κόσμος! Τῆς ἁμαρτίας ὁ κόσμος! Τί δύναμη ἔχει καὶ αὐτός! Ἀδελφοί, φωνάζει ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ θεῖος Ἰωάννης. «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κοσμῷ!». Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο οὔτε τὶς μάταιες ἀπολαύσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς τέρψεις, ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ ποὺ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὸν Θεό. Μὴν τὸν ἀγαπᾶτε. Διότι «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἐστὶν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. β’ 15). Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μέσα του.
Γνωρίζει τὴν πραγματικότητα αὐτὴ ὁ Ἅγιος. Γι’ αὐτὸ σύνθημά του ἔχει τοῦτο, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει καὶ κάθε ἀληθινὸς χριστιανός: Κόντρα στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. «Κόντρα στὸ ρεῦμα». Πόσους νέους καὶ νέες, πόσους ἀνθρώπους δὲν κατέστρεψε ὁ φόβος τοῦ κόσμου! Νά μὴν πᾶνε ἐνάντια στὸν κόσμο. Νὰ μὴν θεωρηθοῦν σὰν καθυστερημένοι. Πρὸς Θεοῦ! Νὰ μὴν παρεξηγηθοῦν! Δυστυχισμένα πλάσματα! Τὸν Θεὸ δὲν τὸν φοβοῦνται. Φοβοῦνται τὸν κόσμο. Φοβοῦνται νὰ μὴν χαρακτηρισθοῦν ἀπόκοσμοι. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτό, ποὺ βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε νὰ συμβαίνει γύρω μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένει ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ὑποβιβάζει μόνος του τὸν ἑαυτό του στὴν κατάσταση τοῦ ἀλόγου κτήνους, ὥστε δίκαια τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ λέγει: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς» (ψαλμ. μη’ 13). Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος! Ἐνῶ ἔχει τιμὴ καὶ ἀξία, μίας καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν ἀντιλαμβάνεται καὶ δὲν τὸ κατανοεῖ αὐτὸ, κατέρριψε καὶ ἐξίσωσε τὸν ἑαυτὸ του πρὸς τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα, ποὺ δὲν ἔχουν μυαλὸ καὶ λογικό, ὅπως αὐτός, καὶ ἐξομοιώνεται πρὸς αὐτὰ ζῶντας σὰν κτῆνος καὶ ἀποθνήσκοντας σὰν κτῆνος. Ποὶο στ’ ἀλήθεια κατάντημα! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ καὶ ν’ ἀκούσει τὴν ὕβρη «κτῆνος», θυμώνει καὶ ἐκνευρίζεται, αὐτὸς ζητεῖ νὰ κάμει τὴ ζωὴ τοῦ κτήνους. Ἀγωνίζεται νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸ ἄλογο κτῆνος.
Στὸ πνεῦμα καὶ τὴ νοοτροπία αὐτὴ ἀντιτίθεται ὁ θεῖος Νόμωνας. Αὐτὸς ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Περιφρονεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ τὶς κλήσεις του. Σηκώνει μὲ ὑπομονὴ τὸν σταυρό του, τὸν σταυρὸ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀκολουθεῖ μὲ ζῆλο καὶ πίστη τὸν Χριστό.
Ἡ προσευχὴ ἡ ἐκτενὴς καὶ συχνὴ μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν βοηθάει πολὺ στὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγώνα του. Ἡ νηστεία πάλι στὴν ὁποία μὲ αὐστηρότητα καὶ ὑπομονὴ ὑποβάλλει τὸν ἑαυτὸ του εἶναι τέτοια, πού, ὅπως καὶ ὁ Κύριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Γραφῆς ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτό τους, τὸν βοήθησε νὰ φτάσει σὲ θαυμαστό, στ’ ἀλήθεια, σημεῖο. Τὸ μέτριο καὶ ἰσχνό του κορμί, ἰσχνὸ σὰν τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ τὴν μακριά του ἄσπρη γενειάδα του, δίνει μία μεγαλοπρέπεια ποὺ καταπλήσσει καὶ συγκινεῖ. Κάτω ἀπὸ τὸ ξεθωριασμένο ἔνδυμα ποὺ φορεῖ, κρύβεται μία ψυχὴ θεωμένη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅτι φορεῖ, ἀλλὰ ὅτι ἔχει μέσα του. Μέσα στὴν ψυχή του.
Γι' αὐτὸ καὶ καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἀπὸ διάφορα μέρη προσέρχονται στὸ κατάλυμά του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Καὶ ὁ ἀσκητής τους δέχεται μὲ καλοσύνη καὶ ψυχικὴ εὐγένεια καὶ τοὺς διδάσκει. Τοὺς νουθετεῖ στοργικά.
- Ἀδέλφια μου, τοὺς λέγει: Ἂς μετανοήσουμε. Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἔχουμε μεταξύ μας εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ἂς φροντίσουμε μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης νὰ πετύχουμε ὅλοι μας τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχής μας. Χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τὴν ἐσωτερική, κανένας δὲν θὰ μπορέσει ποτὲς νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριο. Μέσα μας ἂς ἐργασθοῦμε νὰ ὑπάρχει μονάχα ἕνα θέλημα. Τοῦ Χριστοῦ τὸ θέλημα. Ἂς προσπαθήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ θεία λόγια του: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλάτ. β’ 20). Δὲν ζῶ πιὰ ἐγὼ μέσα μου, ζεῖ μόνο ὁ Χριστός.
Μιὰ τέτοια ζωὴ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Καὶ δοξάστηκε. Δοξάστηκε στὴ γῆ μὲ τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων ποὺ τελοῦσε καθημερινὰ σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη κατέφευγαν στὸν Χριστὸ καὶ μὲ εἰλικρίνεια μπροστὰ στὸν Ἅγιο ἐξομολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία, οἱ πονεμένοι καὶ καταδιωγμένοι τὴν προστασία. Μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειὰ ὁ Ἅγιος ποὺ ἔζησε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ὑπῆρξε παράδειγμα ἐγκράτειας καὶ ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Θριαμβευτικὰ μπῆκε καὶ αὐτὸς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖ ζεῖ τώρα μὲ λαμπρότητα καὶ μακαριότητα μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ ἴδιος στὴν χορεία τῶν Ὁσίων.
Ἡ δόξα τοῦ Ὁσίου Νόμωνα φανερώνεται καὶ σ’ ἐμᾶς σήμερα μὲ τὰ πολλαπλά του θαύματα. Πιὸ πολὺ κατέχει τὴν θαυματουργική του χάρη τώρα ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανὸ παρὰ ὅταν ζοῦσε στὴ γῆ. Σ’ ἐκείνους ποὺ μ’ εὐλάβεια ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά του καὶ τρέχουν στὴν χάρη του μὲ πίστη στὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος προσφέρει καὶ στὴν ἐποχή μας τὶς δωρεές του.
Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γεννάδιο ἢ Βηχιανό, ὅπως ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ὅσιο καὶ θαυματουργὸ Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, μὲ τὸν ὁποῖο συνεορτάζεται, προσφέρουν τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων τους σὲ ὅλους, ὅσους ἐκζητοῦν μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματός τους τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πιὸ πολὺ ὅμως καλοῦν καὶ ἐμᾶς νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε. Στὰ χωριά μας ἢ στὶς πολυάνθρωπες πολιτεῖες στὶς ὁποῖες ζοῦμε. Σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους δίνεται σήμερα ἡ μάχη τοῦ χριστιανισμοῦ. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ βρίσκεται τοῦτο τὸν καιρὸ στὴν πιὸ κρίσιμη φάση τῆς προόδου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της. Ὅσοι συμμετέχουμε καὶ μαχόμαστε στὴ μάχη αὐτή, ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων μας καὶ ἂς ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸ μαχητικὸ πνεῦμα τους. Οἱ «ροὲς τῶν δακρύων» ποὺ τότε «ἐγεώργησαν τὸ ἄγονον τῆς ἐρήμου», ἂς εἶναι καὶ ἂς γίνουν καὶ στὴν ἐποχή μας καὶ πηγὲς τῆς ἰδικῆς μας δυνάμεως. Οἱ ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ ἡ ἐγκράτειά τους ἂς μᾶς ξυπνοῦν καὶ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ραθυμίας, στὸν ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἀδιαφορίας στὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ οἱ «τύλοι» τῶν γονάτων τους, οἱ ρόζοι, ὅπως λέμε ἁπλά, ἂς εἶναι καὶ γιὰ μᾶς μιὰ συνεχὴς ὑπόμνηση πὼς ὁ ἀγώνας τῆς ἀρετῆς, ὁ ἀγώνας τῆς ἁγιότητας καὶ πόλεμος τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὰ γόνατα. Νὰ τὸ ξαναποῦμε; Γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν προσευχή. Μὲ τὰ γόνατα.
Ὅσιοι καὶ πατέρες ἡμῶν, ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
|