Ὁ Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς νύχτας.
Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καὶ ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολὺ μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποία μὲ τὰ τσιμπήματά τους τὸν καταπλήγωναν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.
Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σὲ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τὸ νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τὸ φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί – πρωὶ ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δὲν τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.
|