Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἦταν ἄνδρας ἀσκητικότατος, ἐνάρετος καὶ θαυματουργός, καὶ γιὰ τὴν ἀρετή του ἀνυψώθηκε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 535 μ.Χ.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ διεξήγαγε πόλεμο πρὸς τὸν Ὀστρογότθο βασιλέα τῆς Ἰταλίας Θεοδάτο, ἀνέλαβε δὲ νὰ διαμεσολαβήσει μεταξὺ τους ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός. Πρὸς ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, τὸ ἴδιο ἔτος τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι καθ’ ὁδόν, ὅταν ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πάσχοντα ἀπὸ δύο ἀγιάτρευτες ἀσθένειες, δηλαδὴ δὲν μποροῦσε καθόλου οὔτε νὰ μιλήσει, οὔτε νὰ βαδίσει. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἄνθρωπο ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε. Ἀλλὰ καὶ μόλις ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴ Χρυσὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιτέλεσε κι ἄλλο θαῦμα. Συγκεκριμένα ἔθεσε τὸ χέρι του στὰ μάτια κάποιου τυφλοῦ ποὺ τὸν πλησίασε καὶ τοῦ χάρισε τὴν δυνατότητα τῆς ὁράσεως.
Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε πάνδημης ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ πέντε Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας, δὲν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο Α’ τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸν αὐτοκράτορα, διότι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ αἱρετικοῦ μονοφυσίτου Σεβήρου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς προκάλεσε ἐπίσημα ζήτημα Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὰ χέρια τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐξελέγη ὁ Μηνᾶς (536 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀγαπητό. Τὸ ἴδιο ἔτος συνῆλθε Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ, ἡ ὁποία καθαίρεσε καὶ ἀναθεμάτισε τὸν Πατριάρχη Ἄνθιμο γιὰ τὶς κακοδοξίες του. Λίγο μετὰ τὴν διευθέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 536 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξή του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Τῆς Ῥώμης σε πρόεδρον, Ἀγαπητὲ ἱερέ, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, καὶ θεῖον θεράποντα· ὅθεν Ὀρθοδοξίας, διαλάμψας τοῖς ἔργοις, ὤφθης τῆς Ἐκκλησίας, εὐκλεὴς Ἱεράρχης, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων, ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν. Ἀγάπῃ Χριστοῦ Ἀγαπητὲ μακάριε, τρωθεὶς τὴν ψυχήν, ἀμέμπτως ἱεράτευσας, Κυρίῳ ὥσπερ ἄγγελος, Ἱεράρχης γενόμενος Ὅσιος· καὶ νῦν σὺν Ἀγγέλοις ἀεί, δυσώπει ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις Ἱεράρχα Ἀγαπητέ, ἀγάπης ταμεῖον, Παρακλήτου ὁ θησαυρός· χαίροις ὁ πρεσβεύων, διὰ παντὸς Κυρίῳ, δοθῆναι ἡμῖν πᾶσι, πταισμάτων ἄφεσιν.
|