Ἡ Ἁγία
Μεγαλομάρτυς Κυριακή καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἄθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ
αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Οἱ
εύσεβέστατοι ἀλλά ἄτεκνοι γονεῖς της Δωρόθεος καί Εὐσεβία παρακαλοῦσαν τόν Θεό
νά δώσει σέ αὐτούς παιδί, τό ὁποῖο θα ἀφιέρωναν σέ Αὐτόν. Ὅταν εἰσακούσθηκε ἡ
προσευχή τους, γεννήθηκε κορίτσι, τό ὁποῖο τό ὀνόμασαν Κυριακή ἀπό τήν ἡμέρα
τῆς γεννήσεώς της καί τό ἀνέθρεψαν μέ φόβο καί ἀγάπη Κυρίου, ἐμπνέοντάς του ὡς
μέλλουσα νύφη τοῦ Χριστοῦ ἀληθινή λατρεία πρός τήν παρθενία τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος. Κάποτε ἀγαπήθηκε ἀπό κάποιον νεαρό εἰδωλολάτρη, καί ἐπειδή ἀρνήθηκε νά
γίνει σύζυγός του, καταγγέλθηκαν αὐτή καί οἱ γονεῖς της ἀπό τόν νεαρό ὡς
Χριστιανοί. Κατόπιν αὐτοῦ συνελήφθησαν καί οἱ τρεῖς καί οἱ γονεῖς της μετά ἀπό
σκληρή μαστίγωση ἀπεστάλησαν στόν ἔπαρχο Μελιτηνῆς τῆς Ἀρμενίας Ἰοῦστο γιά τά
περαιτέρω, καί αὐτή στόν Μαξιμιανό πού βρισκόταν στήν Νικομήδεια. Ἐκεῖ, ἐνῶ
ἀνακρινόταν καί παρέμενε ἀκλόνητη στήν χριστιανική της πίστη, ἀφοῦ ἐδάρη
άνηλεῶς, άπεστάλη ἀκολούθως στόν ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας Ἱλαριανό, ὁ ὁποῖος τήν
ὑπέβαλε σέ σκληρά βασανιστήρια. Καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες της μέ μαχαίρια,
κατακάηκε μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί ἡμιθανής κλείσθηκε στήν φυλακή.Τήν νύχτα
ὅμως Ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ ἦλθε μέ ὀπτασία, θεράπευσε καί ἐξάλειψε τίς πληγές
της καί ἐνθάρρυνε αὐτή. Τήν ἑπομένη, ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἀπό Θεία Χάρη, πρότεινε
στόν Ἱλαριανό νά μεταβοῦν μαζί στόν εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά τοῦ ἀποδείξει τήν
δύναμη τοῦ Κυρίου καί ὅτι αὐτή μέ τήν βοήθειά Του, ἦταν ἰσχυρότερη ἀπό τούς
θεούς τούς ὁποίους αὐτός λάτρευε. Περίεργος ὁ Ἱλαριανός, διέταξε καί ὁδήγησαν
τήν Κυριακή στό ναό, ἀκολουθώντας αὐτός καί πολλοί ἄλλοι ἐπίσημοι. Ὅταν εἰσῆλθε
ἡ Κυριακή στό ναό, γονάτισε, καί ἀπό βάθους καρδίας παρακάλεσε τόν Χριστό νά
δείξει τό μέγεθος τῆς δυνάμεώς του, κατασυντρίβοντας τά εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Ἀμέσως
μόλις τελείωσε τήν προσευχή της, σφοδρός σεισμός συγκλόνισε τό ναό καί τά
εἴδωλα σέ αὐτόν ἔπεσαν στήν γῆ καί συνετρίβησαν. Πανικός τότε κατέλαβε τούς
παρευρισκόμενους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι, ἔντρομοι καί σπρώχνοντας ὁ ἕνας τόν
ἄλλο, ἔσπευδαν νά ἐξέλθουν ἀπό τό ναό, γιά νά σωθοῦν. Πρίν τήν κατάσταση αὐτή,
ὁ Ἱλαριανός ἄρχισε νά βλασφημεῖ τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀπειλεῖ τήν Κυριακή
μέ φρικτό θάνατο, στήν παραζάλη του ὅμως ἦλθε κοντά σέ ἕνα ἄγαλμα, τό ὁποῖο
ἀφοῦ γκρεμίσθηκε τόν συνέτριψε. Μόνη καί ἐλεύθερη πλέον ἡ Κυριακή, ἐξῆλθε τοῦ
ναοῦ καί ἐπιδόθηκε στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, προσελκύοντας πολλούς ἀπό τούς
εἰδωλολάτρες στήν χριστιανική πίστη. Μετά ἀπό
λίγο, ὁ νέος ἔπαρχος Ἀπολλώνιος συνέλαβε ἐκ νέου τήν Κυριακή. Ἐπειδή δέν
μπόρεσε νά τήν πείσει νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, τήν ἔριξε στήν πυρά, ἀπό τήν ὁποία
ἡ Ἁγία ἐξῆλθε μέ Θεία Χάρη σώα. Ἔτσι τήν ἔριξαν βορά στά θηρία. Ἀλλά καί αὐτά
μόλις ἀντίκρυσαν τήν Μάρτυρα, ξάπλωσαν ὡς ἀρνιά στά πόδια της. Βλέποντας αὐτά
τά θαύματα πολλοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους εἰδωλολάτρες προσῆλθαν πρός τόν
Χριστιανισμό, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τόν Χριστό, Θεό ἀληθινό. Ἔξαλλος τότε ἀπό θυμό ὁ
Ἀπολλώνιος καταδίκασε τήν Ἁγία σέ θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Πρίν τήν
ἐκτέλεσή της ἡ Κυριακή ζήτησε νά προσευχηθεῖ. Μετά ἀπό ἐκτενῆ κατανυκτική
προσευχή, καί ἀφοῦ μέ θερμά λόγια ἐνεθάρρυνε τούς παρευρισκόμενους Χριστιανούς,
γέρνοντας στό ἔδαφος παρέδωσε τό πνεῦμα πρός τόν Κύριο.
Τό Τίμιο
λείψανό της, ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε μέ τιμή καί
εὐλάβεια.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε. Κυρίων
τόν Κύριον, καί Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακή τῆς ψυχῆς, καί
χαίρουσα ἤθλησας· ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ’ αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοίς σέ
τιμῶσιν, ἰαμάτων τήν χάριν, τοῖς πᾶσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Ἡ Μάρτυς
Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τούς ἄθλους αὐτῆς, τούς θείους καί παλαίσματα,
ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν· φερωνύμως γάρ αὕτη πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία
νοός τε καί παθῶν ἀπρεπῶν.
Μεγαλυνάριον
Κύριον
ποθοῦσα Κυριακή, τόν ὡραῖον κάλλει, παρά πάντας τούς γηγενεῖς, τούτῳ
ἐνυμφεύθης, ἀθλητικοῖς ἀγῶσιν, ὡς Μάρτυς Ἀθληφόρος, καί καλλιπάρθενος.
|