Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται κανένα ὑπόμνημα γιὰ τὸν ὅσιο αὐτόν. Βιογραφία του ὑπάρχει στὸ ὑπ’ ἀριθμ. 154 χειρόγραφο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ποὺ συνέγραψε ὁ μαθητὴς τοῦ ἐν λόγῳ Ὁσίου, Γρηγόριος.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε τὸ 1300 περίπου στὴν παραδουνάβια πόλη Βιδίνιο, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας καὶ ἡ μητέρα του Βουλγάρα. Τὸ πρῶτο του ὄνομα ἦταν Ράϊκος καὶ σὲ κατάλληλη ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἐμπιστεύθηκαν σὲ σπουδαῖο δάσκαλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Ράϊκος ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα.
Στὴν συνέχεια, ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴν μοναχικὴ ζωή, κατέφυγε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, κοντὰ στὸ Τίρνοβο (Βουλγαρίας). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ρωμανὸς καὶ ἀσκήτευσε εὐδοκίμως γιὰ τρία συνεχὴ χρόνια. Κατόπιν ἔκανε κοντὰ στὸν Ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ἔγινε μεγαλόσχημος μὲ τὸ ὄνομα Ρωμύλος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν μαθητὴ του Γρηγόριο ἀσκήτευε στὴν ἡσυχία.
Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες ἔρχονταν κοντά του γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ σοφὰ λόγια του καὶ νὰ πάρουν τὶς ὀρθὲς πνευματικὲς συμβουλές του. Κατὰ τὸν πόλεμο ὅμως Τούρκων κατὰ Σέρβων καὶ Βουλγάρων, πολλοὶ Σερβοβούλγαροι μοναχοί, λόγω φόβου, μετακινήθηκαν. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ρωμύλος, πηγαίνοντας στὴν Αὐλώνα (ἴσως τῆς Ἀλβανίας). Κατόπιν ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ραβένιτσα τῆς Σερβίας, ὅπου στὴν ἐκεῖ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ τάφος εὐωδίαζε καὶ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα.
|