Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἀνῆκε σὲ ἀνώτερη, κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ, οἰκογένεια τῆς Ραψάνης. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Χατζηλάσκαρης καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀναστασίου Ψάλτου. Δὲν εἶναι γνωστὸ ὅμως ἂν τὸ Ψάλτου εἶναι ἐπώνυμο ἢ ἰδιότητα τοῦ Ἀναστασίου. Ἡ μητέρα τοῦ Νεομάρτυρα εἶχε τὸ ὄνομα Σμαράγδα καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Θεόδωρου Σακελλαρίδου. Σὲ κωνικὸ πῶμα παλαιᾶς – πρὶν τὸ 1900 – ἀργυρῆς λειψανοθήκης, ἡ ὁποία ἀντικατέστησε ἀκόμη παλαιότερη πρόχειρη καὶ ἁπλὴ κατασκευή, εἶναι χαραγμένα μὲ κεφαλαῖα γράμματα ἀκριβῶς τὰ ἑξῆς:
Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΘΛΗΣΑΣ ΕΝ ΤΥΡΝΑΒΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ
1818 ΕΠΙ ΒΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΥΙΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ
ΗΤΟΝ ΥΙΟΣ ΧΑΤΖΗ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΥΙΟΥ
ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΟΥ ΨΑΛΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ
ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΟΥ.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν εἶχε ἢ πόσα ἀδέλφια εἶχε ὁ Νεομάρτυς. Ὅμως ἡ παράδοση ὁμόφωνα παρουσιάζει τὸν Γεώργιο νὰ συνδέεται συγγενικὰ μὲ τὸ λογιότατο κληρικὸ τῆς Ραψάνης «παπὰ κὺρ Χριστόδουλον» Καραζήση, ποὺ ἦταν οἰκονόμος.
Ἕνα πωλητήριο ἔγγραφο τοῦ 1852, τὸ ὁποῖο βρέθηκε μαζὶ μὲ ἄλλα ἔγγραφα στὴν παλαιὰ βιβλιοθήκη ποὺ φυλασσόταν στὴν παλαιὰ καὶ ἀρχοντικὴ οἰκία Καραβασίλη, εἶναι ἀρκετὰ διαφωτιστικό. Σὲ αὐτὸ παρουσιάζεται «ὁ ἐλάχιστος ἱερεὺς καὶ οἰκονόμος (Χριστόδουλος) υἱὸς Χατζηβασιλείου Καραζήση καὶ Κερασίνης θυγατρὸς παπᾶ Ἀθανασίου Γεροπασχάλη» νὰ πωλεῖ «πρὸς ἀνεψιὸν αὐτοῦ Βασίλειον Χαδούλη Γογούρα» κτήματα, τὰ ὁποία στὸ ἑξῆς «ὑπάρχουσιν… ἰδιοκτησίαι τοῦ ρηθέντος ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Βασιλείου ἀναπόσπαστοί τε καὶ ἀναφαίρετοι παρὰ παντὸς ἑτέρου κληρονόμου αὐτοῦ καὶ τῆς μακαρίτιδος συζύγου αὐτοῦ Μαρίας Α. Χατζηλασκάρεως…».
Ἀπὸ αὐτὸ συνεπάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Νεομάρτυς εἶχε τουλάχιστον μία ἀδελφή, τὴ Μαρία, τὸν δὲ παπὰ κὺρ Χριστόδουλο Καραζήση, γαμπρὸ ἀπὸ τὴν ἀδελφή του. Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τὴν ἐξ ἀγχιστείας αὐτὴ συγγένεια συμπλήρωσε ἡ πνευματική, γιατί ὁ Χριστόδουλος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Γεωργίου. Μόνο δὲν γνωρίζουμε ἀκριβῶς ποιὰ ὑπῆρξε πρώτη ἢ ἐὰν ἡ μία συγγένεια προκάλεσε τὴν ἄλλη.
Ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἀπὸ τὴν παράδοση ὡς τρόφιμος καὶ ἀπόφοιτος τῆς ἀνωτέρου ἐπιπέδου Σχολῆς Ραψάνης, στὴν ὁποία χρημάτισε διδάσκαλος καὶ ὁ κὺρ Χριστόδουλος Καραζήσης. Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες πληροφορίες, ἡ ὀρεινὴ κωμόπολη τῆς Ραψάνης ἄκμαζε οἰκονομικὰ τὸν 18ο αἰῶνα, ὅπως καὶ ὁ Τύρναβος καὶ τὰ Ἀμπελάκια. Εἶχε βιομηχανία, ἔκανε ἐξαγωγὴ ἐξαίρετου κρασιοῦ καὶ ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιὰ τὰ γύρω χωριὰ τοῦ κάτω Ὀλύμπου.
Ἐνῷ λοιπὸν ὑπῆρχαν οἱ οἰκονομικὲς προϋποθέσεις, ὁ λογιότατος καὶ ἰδιαίτερα δραστήριος Ἐπίσκοπος Πλαταμῶνος καὶ Λυκοστομίου Διονύσιος, ὁ ὁποῖος θεμελίωσε καὶ προστάτευσε καὶ τὴ σπουδαία Σχολὴ στὰ Ἀμπελάκια, προέβη στὴν ἵδρυση καὶ τῆς ἐν λόγῳ Σχολῆς στὴ Ραψάνη τὸ ἔτος 1767. Ὀνομαστὸ ὑπῆρξε τὸ πνευματικὸ αὐτὸ Ἵδρυμα. Στὴν ἀκμή του συγκρινόταν μὲ τὶς Σχολὲς τῶν Μηλέων, τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀμπελακίων, τοῦ Τυρνάβου κ.ἄ. Σὲ αὐτὴ μαθήτευσαν καὶ ὁ Βασίλειος ὁ Ραψανιώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄριστους μαθητὲς στὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημία (1753 – 1758) τοῦ Εὐγενίου Βούλγαρη καὶ ὁ Ἰωνᾶς Σπερμιώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς διακεκριμένους δασκάλους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ περιζήτητος γι’ αὐτὸ στὴ Μακεδονία καὶ στὴ Θεσσαλία καὶ ἄλλοι. Κατὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτή, σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ ἡ Σχολὴ καὶ ἐπαναλειτούργησε τὸ 1830.
Μὲ τὸ δεδομένο ὅτι ὁ Νεομάρτυς ἄθλησε τὸ 1818, θὰ πρέπει νὰ συμπεράνουμε μὲ ἀσφάλεια ὅτι ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴ Σχολὴ τὸ 1815 – 16. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴ Σχολή, ἀσκοῦσε στὴν γενέτειρά του τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γραμματοδιδασκάλου μὲ ζῆλο ἔνθεο καὶ νεανικὸ σφρίγος, ἐμπνέοντας τοὺς νεαροὺς μαθητές του καὶ δημιουργώντας στὶς ἀδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρὰ ἱερὰ καὶ ἐθνικὰ βιώματα.
Ἀναφέραμε πρὶν ὅτι ἡ Ραψάνη ἀποτελοῦσε πόλο ἕλξεως γιὰ τὰ χωριὰ τοῦ κάτω Ὀλύμπου. Αὐτὸ συνέβαινε γιὰ πολλὲς δεκαετίες μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα. Καὶ βέβαια ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὑλικὴ εὐπορία καὶ τὴν ἐμπορικὴ καὶ βιομηχανική της κίνηση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική της ἄνθηση καὶ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων, ὅπως ἐλέχθη. Ἀποτελοῦσε ἀφορμὴ καυχήσεως γιὰ ἕνα γονέα νὰ ἀποστέλλει γιὰ σπουδὲς τὸν υἱό του στὴ Ραψάνη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία κάνουμε λόγο, τὰ παραποτάμια χωριὰ τῆς περιοχῆς κατοικοῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ Ὀθωμανούς, ποὺ συναλλάσσονταν, μέχρι καὶ συνδέονταν ἀκόμη σὲ περιορισμένη βέβαια κλίμακα, μὲ Ἕλληνες Χριστιανούς.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, κάτοικος τῆς κωμοπόλεως Δερελὶ (Γόννοι) καὶ οἰκογενειάρχης, ἐπιθυμώντας ὁ υἱός του νὰ τύχει ἀξιόλογης παιδείας, τὸν ἀπέστειλε οἰκότροφο σὲ φίλο του ποὺ διέμενε στὴ Ραψάνη. Ἄρχισε ἔτσι τὸ τουρκόπουλο νὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ μαθαίνει τὰ στοιχειώδη γράμματα μαζὶ μὲ τὰ ἑλληνόπουλα, στὰ πόδια τοῦ γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου.
Ὁ μικρὸς Ἀγαρηνὸς προσαρμόστηκε σύντομα στὸ κλίμα τοῦ σχολείου καὶ συναγωνιζόταν τοὺς συμμαθητές του, ἐνθαρρυνόμενος καὶ ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του, ἴσως τυγχάνοντας ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἰδιαίτερης φροντίδας.
Μὲ τὸ δεδομένο ὅτι αἰῶνες πρὶν ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία μὲ δυσκολία διαχωριζόταν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ κατήχηση, ὁ μικρὸς ἀλλοεθνής, συγχρόνως πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση, λίγο – λίγο ἀλλὰ σταθερὰ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή. Σὲ αὐτὸ ἀσφαλῶς καὶ ἀποφασιστικὰ συνέβαλε καὶ ἡ προσωπικότητα τοῦ δασκάλου του. Συνέβαλε ὅμως καὶ ἡ γοητεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἀκολουθιῶν, τὶς ὁποῖες ὡς αὐτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθοῦσε.
Ἀλλὰ ἡ σημειούμενη ἀλλαγὴ τοῦ μικροῦ Ἀγαρηνοῦ, στὰ φρονήματα, τὶς πεποιθήσεις καὶ τὰ ἤθη, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνει ἀπαρατήρητη. Ἀρχικὰ στὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορὰ ποὺ μετέβαινε γιὰ διακοπὲς στὸ Δερελί, καὶ στὴ συνέχεια στὸ συγγενικὸ καὶ εὐρύτερο κύκλο γινόταν αἰσθητὴ ἡ μεταβολή, κάτι ποὺ δημιουργοῦσε ἀνησυχίες καὶ ἐρέθιζε τοὺς Ὀθωμανούς. Ἀλλὰ ἡ πρόκληση ἔγινε μεγαλύτερη καὶ ἡ δυσφορία τῶν Ἀγαρηνῶν ἀφόρητη, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ ὁ μικρὸς καὶ αὐθόρμητος προσήλυτος ὄχι μόνο ἐκφραζόταν μὲ ἐκτίμηση γιὰ τὰ ἱερὰ τῶν Ρωμιῶν, ἀλλὰ καί, ἀντιδιαστέλλοντας αὐτὰ πρὸς τὰ ἀντίστοιχα τῶν ὁμοεθνῶν του, ὑποτιμοῦσε τὰ ἱερὰ τῶν Μωαμεθανῶν καὶ τὰ περιφρονοῦσε.
Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ὅσοι ἐξοργίσθηκαν ἀναζήτησαν τὸν ἔνοχο τῆς «προσβολῆς». Τὸν ἐντόπισαν στὸ σχολεῖο τῆς Ραψάνης. Τὸν ἔσυραν δέσμιο γιὰ τὰ περαιτέρω στὸν Τύρναβο, ὅπου ἀπὸ τὸ 1811 εἶχε ἕδρα του ὁ διορισμένος Σατράπης τῆς Θεσσαλίας, Βελῆ Πασᾶς, υἱὸς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τοῦ Τεπελενλῆ, ἀφοῦ ἡ Ὑψηλὴ Πύλη τὸν μετέθεσε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο.
Ἡ κατηγορία ἐναντίων τοῦ κατηγορουμένου ἦταν συγκεκριμένη, σαφὴς καί, σύμφωνα μὲ ὅσα ἴσχυαν στοὺς Ὀθωμανούς, βαρύτατη: ἀπόπειρα ἐκχριστιανισμοῦ μουσουλμανόπαιδος. Αὐτὸ καὶ μόνο, ἀνεξάρτητα τοῦ ἀποτελέσματος τῆς προσπάθειας, συνεπαγόταν ἀνελέητη καταδίκη σὲ μαρτυρικὸ θάνατο.
Στὸν Τύρναβο εἶχε τὴν ἕδρα του Στρατοδικεῖο. Δὲν εἶναι, ἐν τούτοις, γνωστὸ ἂν τὸν Γεώργιο τὸν δίκασε στρατοδίκης, προσωπικὰ ὁ Βελῆ Πασᾶς, κάποιος ἄλλος μουλᾶς (δικαστής) ἢ δικαστήριο μὲ πολυμελὴ σύνθεση, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Γεδεῶν, ποὺ μαρτύρησε τὸ ἴδιο ἔτος στὸν Τύρναβο.
Γνωστὸ εἶναι ὅτι ἡ διαδικασία ἦταν σύντομη καὶ τελεσίδικη. Ἡ ἀπόφαση δὲν ἦταν ἡ προβλεπόμενη καὶ ἡ συνηθισμένη σὲ παρόμοιες ἀφορμές: ἐκτέλεση διὰ βασανισμοῦ. Συγκεκριμένα ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος ἀποκεφαλίσθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπέστη πολλὰ καὶ ποικίλα ὀδυνηρότατα μαρτύρια.
Τὸν ἔκλεισαν σὲ πυρακτωμένο λουτρό, γυμνὸ ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Τὸν τρύπησαν μὲ σιδερένια νύχια. Τοῦ κάρφωσαν τὰ πόδια σὲ πέταλα. Τὸν διαπόμπευσαν σὲ ὅλο τὸν Τύρναβο. Τὸν κάρφωσαν σὲ τετράγωνο στῦλο ἴσο στὸ ὕψος μὲ τὸν Μάρτυρα καὶ ἀφοῦ τὸν περιτύλιξαν μὲ σχοινιὰ βουτηγμένα στὴν πίσσα, στὴ νάφθα (ἀκάθαρτο πετρέλαιο) καὶ σὲ ἄλλα ἐλαιώδη καὶ οἰνοπνευματώδη ὑγρά, τὸν παρέδωσαν στὴ φωτιά. Ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου, ὁ Μάρτυρας δὲν ἔπαθε τίποτα.
Στὶς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων παρουσιάζονται συμπληρωματικὰ καὶ ἄλλες σκηνὲς βασανισμῶν. Στραγγαλισμοί, ἐξαρθρώσεις, κτυπήματα μὲ τὸ σπαθί, μέχρι καὶ τοποθέτηση πυρακτωμένου σιδερένιου στεφανιοῦ πάνω στὸ γυμνὸ σῶμα τοῦ Νεομάρτυρος.
Στὶς ἱστορήσεις τῶν εἰκόνων, ἐπίσης, παρουσιάζεται ὁ ἀθλητὴς τῆς πίστεως Γεώργιος, ἔχοντας τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους, νὰ μεταφέρεται πρὸς ἐνταφιασμό, παρουσία κάποιου ἱερέα ὀνόματι Δημητρίου ποὺ θυμιάζει καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ καὶ διαταχθεῖ εἰδικὰ γιὰ τὸ λόγο αὐτό. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση ὁ Νεομάρτυς ἀποκεφαλίζεται προτοῦ προλάβει νὰ πεθάνει ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ ἤδη εἶχαν γίνει. Σὲ αὐτὸ συνηγορεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μεταξὺ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου δὲν ὑπάρχει ἡ ἁγία του κάρα, ἀφοῦ ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς.
Τὸ ἔτος τῆς ἀθλήσεως τοῦ Νεομάρτυρα Γεωργίου εἶναι τὸ 1818. Τότε ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὸ εἰκοστό, τουλάχιστον, ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα ὑποδηλώνεται ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ μαρτυρίου ἔγινε σὲ κάποιο διοικητικὸ κτίριο στὸν Τύρναβο. Ἴσως, ὅπως καὶ τοῦ Ὁσιομάρτυρα Γεδεῶν, «εἰς τὸ τοῦ Ἡγεμόνος Παλάτιον». Ἀκολούθως καὶ «ἐπειδὴ τοῖς ἀνωτέρω βασάνοις οὐκ ἐνέδωκε (ὁ Γεώργιος), δι’ ἐπιταγῆς τοῦ Βαλῆ πασιᾶ, δι’ ὤλου τοῦ Τυρνάβου πομπευθεὶς καὶ τοῦ ποταμοῦ (Τιταρησίου) περαιωθείς…», ὁδηγήθηκε στὴ δεύτερη καὶ σκληρότερη φάση τῶν βασανιστηρίων του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἄλλοι δήμιοι ἐκεῖ, ὁ Ἀγὰ Σεβράνι καὶ κάποιος Φράγκος.
Ἀπὸ τὰ παλαιότατα χρόνια μέχρι καὶ σήμερα, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Τιταρησίου (ἢ Σαλαμπριᾶ ἀποκαλούμενου) ποταμοῦ, ὑπῆρχαν στρατῶνες. Ἐκεῖ λοιπὸν καὶ κοντὰ στὴ μακρὰ γέφυρα, ἄθλησε καὶ ἐνταφιάσθηκε ὁ Νεομάρτυς Γεώργιος. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὸ λόγο ὅτι καὶ στὶς δύο ἱστορήσεις στὶς ἅγιες εἰκόνες, στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου εἰκονίζεται ἡ ἐν λόγῳ γέφυρα.
Τὴν πρώτη ἤδη ἐκείνη νύχτα εἶδαν οἱ Τοῦρκοι σκοποὶ τῶν στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός, ποὺ σημάδευε τὸν τάφο τοῦ Νεομάρτυρα. Τὴν ἑπόμενη ἐνημέρωσαν γι’ αὐτὸ τοὺς προϊσταμένους τους. Ἐκεῖνοι καὶ μὲ τὰ ἴδια τὰ μάτια τους διαπίστωσαν τὴν φωτοφάνεια καὶ κατὰ τὴν δεύτερη νύχτα καὶ ἀνέφεραν σχετικὰ τὴν ἑπόμενη στὸν Βελῆ πασᾶ, τὸν ὁποῖο καὶ προκαλοῦσαν, ἐὰν ἐπιθυμοῦσε, νὰ διαπιστώσει καὶ προσωπικὰ τὸ ἐξαίσιο φαινόμενο.
Ἐκεῖνος ὁ ὑπερφίαλος, ἀφοῦ ἀπαξίωσε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε νὰ προσκληθοῦν τὸ συντομότερο στὴ Ραψάνη οἱ συγγενεῖς τοῦ Νεομάρτυρα, νὰ ξεθάψουν καὶ νὰ παραλάβουν τὸ ἱερὸ σκήνωμά του, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη, τὰ ἅγια λείψανα μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸ κοιμητήριο τῆς Ραψάνης, τὸ ὁποῖο ἦταν στὸ χῶρο γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὴν εὐρύχωρη ἀρχοντικὴ οἰκία Καραζήση ποὺ βρισκόταν κοντά.
Ἐκεῖ βρίσκονται μέχρι σήμερα θησαυρισμένα σὲ εἰδικὰ γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἀφιερωμένο δωμάτιο, τὸ ὁποῖο φωτίζεται ἀπὸ ἄσβεστο καντήλι μὲ ἱλαρὸ φῶς καὶ εἶναι προσιτὸ σὲ κάθε εὐλαβὴ προσκυνητή.
Πραγματικά, ἐφαρμόστηκαν πλήρως καὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοὺς ὁποίους ἔγραψε στὸ Νέο Μαρτυρολόγιο καὶ τοὺς ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Νεομάρτυρες: «Τὰ τίμια λείψανά σας θέλει δοξάσει (ὁ Θεός) ἐδῶ κάτω εἰς τὴν γῆν ἢ μὲ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Φωτός του ἢ καὶ μὲ ἄλλα σημεῖα καὶ θαύματα, καθὼς ἤθελε κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη Του, ἢ τὸ ὀλιγώτερον ὀλιγώτερον θέλει τὰ τιμήσῃ μὲ τὴν παρὰ τῶν Χριστιανῶν προσκύνησιν καὶ εὐλάβειαν…».
|