Ὁ Ὅσιος Πλάτων γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 732 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς, τὸν Σέργιο καὶ τὴν Εὐφημία, οἱ ὁποῖοι πέθαναν τὸ 746 μ.Χ. Σπούδασε καὶ ἔγινε νοτάριος στὸ βασιλικὸ ταμεῖο, ἀλλὰ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ κατέφυγε μὲ προτροπὴ τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Θεοκτίστου στὴν μονὴ τῶν Συμβόλων τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα ἦλθε στὴ Νίκαια, ἐκεῖ ὅπου συνῆλθε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τοῦ πρότειναν νὰ γίνει Μητροπολίτης Νικομηδείας, πρόταση ποὺ ἀπὸ ταπείνωση ἀπέκρουσε, καθὼς ἐπιθυμοῦσε τὴν ἡσυχία τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς ἀνεψιούς του, Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Ἰωσήφ, τὸν μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ Εὐθύμιο, ἀποσύρθηκε στὰ μέρη τῆς Προύσσης. Ἐκεῖ ἔχτισε σὲ ἰδιόκτητο κτῆμα, ποὺ ὀνομαζόταν Βοσκύτιον, τὴ λεγόμενη μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, στὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡγούμενος, ἀλλὰ λόγω ἀσθενείας παρεχώρησε τὴν ἡγουμενία στὸν ἀνεψιό του Θεόδωρο, τὸν ὁποῖο ἔβλεπε νὰ στέκεται ψηλὰ στὴν πνευματικὴ ζωή.
Ἐπειδὴ σὲ ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Ὅσιος Πλάτων εἶχε συνεργὸ καὶ βοηθό του τὸν Θεόδωρο, τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινε περίλαμπρος μὲ θαυμάσια ψηφιδωτὰ δάπεδα.
Οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο νὰ ἐπιστρέψει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναλάβει τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ποὺ ἦταν ἔρημη. Ἐπειδὴ ἀποκήρυξε τὸν γάμο τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.) μὲ τὴ Θεοδότη, ἂν καὶ ἦταν ἀνεψιά του, περιορίστηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ ἀργότερα, μὲ τὴν διαμεσολάβηση τῆς βασίλισσας Εἰρήνης (797 – 802 μ.Χ.), ἐπανῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος. Ὁ Ὅσιος Πλάτων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 812 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τοῦ Ρεγκαβὲ (811 – 813 μ.Χ.) καὶ ἐνταφιάσθηκε μεγαλοπρεπῶς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο (806 – 815 μ.Χ.) στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτοῦ.
|