Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἐπονομαζόμενος Διδάσκαλος, ἐγεννήθηκε, τὸ 1765, στὸ Βουκουρέστι ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ὁ νεαρὸς Γεώργιος Μινσκουλέσκου ἐσπούδασε στὶς πλέον φημισμένες σχολὲς τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τὴν Ἡγεμονικὴ Ἀκαδημία τοῦ Ἁγίου Σάββα, καὶ ἀπέκτησε ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ θεολογικὴ παιδεία.
Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Νεὰμτς καὶ ἐκεῖ ἔθεσε τὸν ἑαυτό του ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Τὸ 1790, ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Γρηγόριος καὶ ἄρχισε ἀμέσως τὴ μετάφραση τῶν ἁγιοπατερικῶν ἔργων. Μετὰἀπὸ λίγα χρόνια ἀπεστάλη μὲ τὸ μοναχὸ Γερόντιο στὸ Βουκουρέστι, ὅπου τοῦ ἀνατέθηκε ἡ φροντίδα τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μητροπόλεως.
Ἀπὸ ἐδῶ ἀναχώρησε ἀργότερα μὲ τὸν Γερόντιο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε γιὰ πολὺ καιρὸ σὲ Κελὶ τῆς περιοχῆς Καλαμίτσι ποὺ ἀνήκει στὴν ἱερὰ μονὴ Βατοπαιδίου.
Τὸ 1812, ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στὴ μονὴ Νεάμτς, ὅπου συνέχισε τὴ μεταφραστική του ἐργασία καὶ ἄρχισε τὴν ἐκτύπωση τῶν ἱερῶν βιβλίων. Τὸ 1820, μετέβη καὶ πάλι στὸ Βουκουρέστι. Ἔμεινε ἀρκετὲς φορὲς στὴ μονὴ Ἀντὶμ καὶ κατόπιν στὴ μονὴ Καλνταρουσάνι, στὴν ὁποία ἐφαρμοζόταν ἁγιορείτικο τυπικό, καθιερωμένο ἀπὸ τὸν Ὅσιο Γεώργιο τῆς Τσερνίκα.
Τὸ 1823, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ρουμανίας, πληροφορούμενος τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ ἐπρότεινε τὴν ἀνάρρησή του στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Οὑγγροβλαχίας. Ὁ Ἅγιος ἐδέχθηκε μὲ ἀρκετὴ δυσκολία.
Μετὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία του, ἀμέσως ἐγκατέστησε καλοὺς Ἐπισκόπους στὶς περιοχὲς Ἄρτζες, Ρίμνικ καὶ Μπουζάου, ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἵδρυσε σχολεῖα στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά. Μὲ τὴ φροντίδα του ἱδρύθηκαν τὰ Σεμινάρια τοῦ Βουκουρεστίου, τοῦ Μπουζάου, τῆς Κούρτεα Ντε Ἄρτζες καὶ τοῦ Ρίμνικ. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο ἐπεκτάθηκε καὶ ἐκτύπωσε ἐπὶ πλέον τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων σὲ 12 τόμους.
Ἐξορίσθηκε, τὸ 1829, στὴ Βεσσαραβία ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ διαχείριση καὶ ἐπανῆλθε στὸ Βουκουρέστι, τὸ 1833. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας, τὸ 1834, καὶ ἐνταφιάσθηκε κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιλέξει. Τὸ 1934, τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐτοποθετήθηκαν σὲ ξύλινη λειψανοθήκη καὶ ἐτοποθετήθηκαν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ κοιμητηρίου τῆς μονῆς, καὶ τὸ 1961, ἐπανενταφιάσθηκαν στὸ νάρθηκα τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς μονῆς.
|