Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγεννήθηκε στὴ νότια Ρωσία στὴν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ., ἦταν ἐρημίτης καὶ ἱδρυτὴς κοινοβίων, καθὼς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς μοναστικῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς γενικῆς πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀφυπνίσεως στὴ Ρωσία τῆς ἐποχῆς του. Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος ὑπερασπίσθηκε μὲ θάρρος τὴν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις.
Σχετικὰ μὲ τὰ πρῶτα του βήματα στὸ μοναχικὸ βίο συλλέγουμε τὶς πληροφορίες ἀπὸ διάφορα ρωσικὰ χρονογραφήματα. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ χρονογραφήματα συνθέτουμε τὶς κύριες κατευθύνσεις τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ποὺ ἦταν στενότατα συνδεδεμένη μὲ τὶς πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀνακατατάξεις τῆς ἐποχῆς του. Σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀναγέννηση ποὺ ἔφερε στὸ μοναχισμὸ εἶναι, ἐπίσης, οἱ Βίοι τῶν μαθητῶν του. Σὲ νεανικὴ ἡλικία ἔζησε ὡς ἀναχωρητὴς σὲ μία σπηλιὰ κατὰ μῆκος τοῦ Βόλγα. Ἡ παρουσία σὲ ἐκείνη τὴν ἔρημο τῆς θαυματουργικῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στὴν ὁποία ἀπεικονίζονταν καὶ οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Διονύσιος προερχόταν ἀπὸ τὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1330 ἔκτισε σὲ ἐκείνη τὴν περιοχὴ τὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως, ἀναδεικνυόμενος σὲ ἱκανότατο ἡγούμενο καὶ σοφότατο πνευματικὸ πατέρα.
Οἱ ἐπιδόσεις τοῦ Ὁσίου Διονυσίου στὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ οἱ γνώσεις του ἐπάνω στὶς Γραφὲς προσελκύουν κοντά του ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ νέων. Αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους, γύρω στὸ 1350, θὰ ἱδρύσουν πολλὰ κοινόβια μοναστήρια στὶς περιοχὲς τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τῆς Σουζδαλίας.
Τὸ 1371, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐτέλεσε τὴ μοναχικὴ κουρὰ τῆς πριγκίπισσας Βασίλισσας – Θεοδώρας, χήρας τοῦ πρίγκιπα τοῦ Νίζνϊυ Νόβγκοροντ Ἀνδρέα Κωνσταντίνοβιτς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἐμοίρασε ὅλα της τὰ πλούτη, ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι ποὺ εἶχε κτίσει ἡ ἴδια στὶς ὄχθες τοῦ Βόλγα. Τὸ παράδειγμά της ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες εὐγενεῖς, ἀκολουθώντας τὸ μοναχικὸ τυπικὸ τὸ ὁποῖο εἶχε δώσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος στὴ Θεοδώρα.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἵδρυσαν κοινόβια μοναστήρια, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀδελφότητα τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος στὶς ἀρχὲς τοῦ 1335 ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κοινόβια τῆς βόρειας Ρωσίας.
Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1374, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Σουζδαλίας ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Ἀλέξιο, τοῦ ὁποίου τὶς ἀπόψεις ἀκολούθησε σχετικὰ μὲ τὴν πολιτικὴ ἑνοποίηση ὅλων τῶν πριγκίπων κάτω ἀπὸ τὴς ἡγεμονία τῆς Μόσχας.
Ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε († 1378), ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Σέργιο τοῦ Ραντονὲζ καὶ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τοῦ Σιμωνώφ, ἀντιτάχθηκαν μὲ σκληρότητα ἐναντίον τῆς ἐκλογῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαὴλ στὴ χηρεύουσα Μητρόπολη. Ἡ δραστικὴ εἰσήγηση τοῦ Διονυσίου στὴ Σύνοδο, τὴν ὁποία συγκάλεσε ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, προκάλεσε τὴν ὀπισθοχώριση τοῦ τελευταίου ἀπὸ τὴν ἀξίωσή του νὰ χειροτονήσει τὸν ὑποψήφιό του στὴ Μόσχα, πράγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν κανονικὸ ἀτόπημα καὶ θὰ ὑπαινισσόταν τὴν de facto αὐτοκεφαλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μιχαὴλ ἐστάλθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸ συναινετικὸ Πατριάρχη Μακάριο, ἐνῶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐφυλακίσθηκε. Μὲ τὴ διαμεσολάβηση τοῦ Ὁσίου Σεργίου, ἐλευθερώθηκε δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρωσία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέστη στὴ Σύνοδο τοῦ 1380, ὅπου ὁ νέος Πατριάρχης Νεῖλος ἐχειροτόνησε ὡς νέο Μητροπολίτη Κιέβου καὶ τῆς Μεγάλης Ρωσίας τὸν ἀρχιμανδρίτη Ποιμένα, ἕναν ἐκ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Δημητρίου ποὺ συνόδευε τὸν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος προκάλεσε τὸ θαυμασμὸ τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀσκητικότητά του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς νηστεῖες του, γιὰ τὶς ὁλονύκτιες προσευχές του καὶ γενικὰ γιὰ ὅλες τὶς χάρες ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Θαυμασμὸ προκαλοῦσε καὶ ἡ γνώση του ἐπάνω στὰ Ἱερὰ Κείμενα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀνύψωσε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κατέστη ὁ δεύτερος στὴν ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέμεινε στὴ Βασιλεύουσα μέχρι τὰ τέλη τοῦ 1382. Τὸ 1381, ἀπέστειλε στὴ Ρωσία μὲ τὸν Ἕλληνα μοναχὸ Μαλαχία τὸν Φιλόσοφο, δύο ἀντίγραφα τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, προκειμένου νὰ τοποθετηθοῦν μία στὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὸ Νίζνϊυ Νόβγκοροντ καὶ ἡ ἄλλη στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Σουζδαλίας.
Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1383, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἦταν παρὼν στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ στάρετς Παύλου Βισόσκϊυ, ποὺ ἦταν μαθητής του καὶ γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ ὁποίου ἔκλαψε πολύ, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν διάφορες πηγές.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγε στὴ Σουζδαλία καὶ στὸ Νόβγκοροντ, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξιος τὸν ἔστειλε στὸ Πσκώφ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἔστειλε στοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Σνετογκόρσκϊυ μία ἐπιστολὴ σχετικὰ μὲ τὸ τυπικὸ τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο δὲ πρόβλημα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει στὶ Πσκὼφ ὁ Διονύσιος ἦταν ἡ αἵρεση τῶν Στριγγολνίκων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸ πρώτυπο τῶν Βογομόλων, ἀρνοῦνταν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ὠς ἀντικανονική, ἀρνοῦνταν τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ θρησκευτικὸ ἐνταφιασμό, ἐκτὸς ἀπὸ μία παράδοξη ὁμολογία πρὸς τὴ γῆ.
Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ Πσκώφ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ μοναχικὸ κίνημα ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Ποιμένος. Προκειμένου νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν σὲ παραίτηση, τὸν ἐφυλάκισαν ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἀποκαταστάθηκε στὸ θρόνο του καὶ πάλι.
Τὸ 1383, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Σιμωνόφσκι (ἀνιψιὸ τοῦ Ὁσίου Σεργίου) ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβης τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Δημητρίου καὶ σύμφωνα μὲ τὰ ρωσικὰ χρονογραφήματα προήχθη σὲ Μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Ἡ ἀντικανονικότητα αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς ὁδηγεῖ κάποιους στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο στὴν πραγματικότητα γιὰ μία συμφωνία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Διονύσιος θὰ ἀνελάμβανε τὴ διοίκηση μέχρι τὴ διευθέτηση τοῦ προβλήματος ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Ποιμένως καὶ Κυπριανοῦ ποὺ ἦσαν διεκδικητὲς τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν κατάφερε νὰ φθάσει στὴ Μόσχα, διότι περνώντας ἀπὸ τὸ Κίεβο συνελήφθη ἀπὸ τὸ Λιθουανὸ πρίγκιπα Βλαδίμηρο Ὀλγκέρδοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀπομονώσεως, ἐκοιμήθηκε στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1385. Ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ εἶχε ξεκινήσει τὸ μοναχικό του βίο. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου ἐχάθησαν μεταξὺ τοῦ 1638 καὶ 1686. Ἔχει τὴ φήμη τοῦ θαυματουργοῦ καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι καταγεγραμμένο στὴ λίστα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στὸ Συνοδικὸ τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου ἑορτάζεται στὶς 26 Ἰουνίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 15 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
|