Ὁ Ἅγιος Βαβύλας ἔζησε κατὰ τὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Νουμεριανός, ὁ ὁποῖος δολοφόνησε τὸν γιὸ τοῦ βασιλιὰ τῶν Περσῶν τὸν ὁποῖο κρατοῦσε αἰχμάλωτο.
Τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Βαβύλας τὴν ἀποδοκίμασε ἔντονα. Καὶ ὅταν κάποια στιγμὴ θέλησε ὁ Νουμεριανὸς νὰ παρακολουθήσει τὴν λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἀντιοχείας, τοῦ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο λέγοντάς του ὅτι στὸ ναὸ δὲν ἔχουν θέση κοινοὶ ἐγκληματίες σὰν αὐτόν. Ὁ αὐτοκράτορας ὀργισμένος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φυλακίσουν.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα τὸν ἀποκεφάλισαν. Τρεῖς μαθητὲς τοῦ Βαβύλα ἔτρεξαν νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦν. Συνελήφθησαν καὶ αὐτοί, καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἀφοῦ δὲν δέχτηκαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχίας τῷ φωτὶ ἀπαστράπτων, δικαιοσύνης φυτοκόμος ἐδείχθης, ἀποτεμὼν τὴν ἄκανθαν τῆς πλάνης ἀληθῶς· ὅθεν τῶν αἱμάτων σου, φοινιχθεῖς ταῖς ῥανίσι, τῷ Χριστῷ παρέστηκας, ἀνακράζων Βαβύλα· Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδὶα Ἰησοῦ· ὅθεν προσδέχου, ἡμᾶς ὡς ηὐδόκησας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μεγαλεῖα πίστεως ἐν τῇ καρδίᾳ, περιθεὶς ἐφύλαξας, Ἱερομάρτυς Βαβύλα, μὴ δειλιάσας τὸν τύραννον, Χριστοῦ θεράπον· διὸ ἠμᾶς φύλαττε.
Μεγαλυνάριον.
Πλήρης ὢν σοφίας τῆς θεϊκῆς, λόγοις εὐσεβείας, τοὺς τρεῖς παῖδας παιδοτριβεῖς, πρὸς ἄθλησιν θείαν, Βαβύλα Ἱεράρχα, μεθ’ ὧν καὶ ἀριστεύσας, νομίμως ἔστεψαι.
|