Γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοφάνη δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο του.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωνά, διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
Δυὸ εἰδῶν μάχες γνώρισε καὶ γνωρίζει καὶ σήμερα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν μάχη τοῦ αἵματος καὶ τὴν μάχη τῶν δακρύων.
Ἡ μάχη τοῦ αἵματος ἄρχισε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἔπεσε στὴν γῆ.
Πρῶτο θῦμα ὁ πρωτομάρτυρας τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ πρωτοδιάκονος Στέφανος. Ὁ ἀγῶνας συνεχίστηκε σὲ λίγο στὰ ἀμφιθέατρα τῆς Ρώμης.
Καὶ συνεχίζεται καὶ στὶς ἡμέρες μας αἱματηρός, ὅπως καὶ τότε, στὶς χῶρες ὅπου ὁ ὑλισμὸς καὶ ἡ μισαλλοδοξία ἔχουν στημένο τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμή τους.
Ἡ μάχη τῶν δακρύων ἄρχισε λίγο ἀργότερα, τότε ποὺ ὁ πρῶτος ἀγωνιστῆς τῆς ἐρήμου, ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐγκατέλειψε τὸ χωριό του καὶ τὸν κόσμο καὶ τράβηξε στὰ ἐρημικὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου.
Ἐκεῖ δημιούργησε τὸ πνευματικὸ ἐκεῖνο κίνημα ποὺ χιλιάδες ὀπαδοὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη ἔσπευσαν νὰ τὸ ἀγκαλιάσουν καὶ νὰ τὸ κάμουν τρόπο ζωῆς.
Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ κίνημα συνεχίζεται καὶ στὴν ἐποχή μας σὲ διάφορα μέρη τοῦ δακρύβρεκτου πλανήτη μας. Συνεχίζεται ἐκεῖ ὅπου ψυχὲς εὐγενικὲς σὲ μέρη ἐρημικὰ ἢ καὶ σὲ πόλεις καὶ χωριὰ ἀγωνίζονται τῆς ἀρετῆς τὸν εὐγενικὸ ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴ χριστιανικὴ τελειότητα.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ πνεύματος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς, ὁ Ὅσιος καὶ ἀσκητὴς καὶ μέγας ἐρημίτης καὶ θαυματουργός.
Ἀπ’ τὴν παιδική του ἡλικία θὰ πρέπει νὰ γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Μέσα στὴν ἁγνὴ καὶ ἄδολη καρδιὰ τοῦ ἀποθησαύριζε μὲ λαχτάρα κι ἀφοσίωση τὰ λόγια του Θεοῦ, ποὺ ἄκουε στὴν ἐκκλησία. Μ’ αὐτὰ μεγάλωνε. Καὶ μ’ αὐτὰ μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε καὶ στὴν καρδιὰ του βαθὺς ὁ πόθος νὰ ζήσει μία ζωὴ ποὺ θὰ εἶχε σὰν ὁδοδείκτη καὶ σκοπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε ἔμαθε πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης γύριζαν τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ καλοῦσαν τοὺς πιστοὺς σὲ ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, πρῶτος καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τριακόσιους ἄλλους Ἕλληνες ὀρθοδόξους, ποὺ ἐργαζόντουσαν στὴ Γερμανία, ἔσπευσε νὰ στρατολογηθεῖ γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν ἱερὸ ἀγῶνα. Ἡ στρατιὰ αὐτή, ποὺ τὴν ξέρουμε, σὰν δεύτερη Σταυροφορία 1147 – 1149, διαλύθηκε προτοῦ νὰ φθάσει στὸν προορισμό της. Ἔτσι οἱ τριακόσιοι αὐτοὶ Ἕλληνες, ποὺ εἶναι γνωστοὶ σὰν Ἀλαμάνοι, συνέχισαν τὸν δρόμο τους μὲ σκοπὸ νὰ πραγματώσουν ἕναν ἱερὸ πόθο ποὺ εἶχαν. Νὰ προσκυνήσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ τὴν κρατοῦσαν ἀκόμη χριστιανοὶ Εὐρωπαῖοι. Καὶ τὸ ἔκαμαν. Μετὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ πόθου τους ἀποφάσισαν νὰ μὴν ἐπιστρέψουν στὶς ἐργασίες τους, ἄλλα νὰ παραμείνουν καὶ νὰ ζήσουν τὴ μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐκεῖ στὴν ἔρημό του Ἰορδάνου. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ κατεδιώκοντο ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ τοὺς Λατίνους, μιὰ μέρα μαζεύτηκαν ὅλοι τους καὶ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἀργότερα ἀσκήτεψε στὴν Καρπασία ᾖλθαν ὅλοι στὴν Κύπρο γύρω στὸ 1150 ἢ καὶ ἀργότερα. Τὸ καράβι ποὺ τοὺς ἔφερνε ἔφτασε στὴν Πάφο, ὅπου καὶ τσακίστηκε ἐπάνω στοὺς βράχους τοῦ λιμανιοῦ. Οἱ χριστιανοὶ στρατιῶτες, ἀφοῦ μὲ πολλὲς ταλαιπωρίες βγῆκαν στὴ στεριά, ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν Κύπρο. Καὶ τὸ ἔπραξαν. Καὶ ὁ μὲν φίλος τοῦ Ἁγίου, ὁ Ὅσιος Κενδέας, στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ εἶχε στήσει σ’ ἕναν βράχο ἐκεῖ κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν φίλο καὶ συνασκητὴ τοῦ Κενδέα, προχώρησε, καὶ ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ διάφορα μέρη, ᾖλθε κι ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Μάντρες τῆς Τραχιάδος τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου, «εἰς χωρίον λεγόμενον Πέργαμον».
Μέσα στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔστησε ὁ Ἅγιος τὸ ἀσκητήριό του καὶ ἄρχισε τὸν ἀγῶνα του. Ἀγῶνα σκληρὸ ἐνάντια στὴ σάρκα του. Γνωρίζει ὁ ἀσκητὴς ὅτι «ἡ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσοχή του στρέφεται ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ νὰ δαμάσει καὶ ὑποτάξει τὸν ἐχθρὸ αὐτό. Καὶ τὸ κατορθώνει μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θεληματικὰ ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ διάφορες κακοπάθειες. Κακοπάθειες ποὺ συνεπάγεται ὁ διαρκὴς ἀγῶνας καὶ ἡ συνεχὴς προσπάθεια καὶ πάλη νὰ περιφρουρήσει τὴν ἠθική του ἀξία καὶ ἀκεραιότητα. Μὲ τὴν τακτικὴ προσευχή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ κατόρθωσε νὰ ὑποδουλώσει τὴ «σάρκα τῷ πνεύματι». Ἀλλὰ «ὁ πειράζων» δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Κάποτε μάλιστα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔστειλε τὸν ὑποταχτικό του νὰ τοῦ φέρνει νερό, — δὲν εἶχε ἐκεῖ κοντὰ — ὁ διάβολος νὰ τί ἐπενόησε γιὰ νὰ στερήσει τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο.
Γιὰ κάμποσες ἡμέρες, ὅταν ἔβλεπε τὸν ὑποταχτικὸ μὲ τὸ σταμνὶ νὰ φέρνει τὸ νερό, ἔπαιρνε τὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου καὶ στεκόταν ἀρκετὰ μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ἔπαιρνε τὸ σταμνί, ἔχυνε τὸ νερὸ καὶ ἔδιωχνε τὸν ὑποταχτικό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πέρασαν ἀρκετὲς μέρες. Τὸ δρᾶμα τῆς δίψας βασάνιζε τὸν Ἅγιο. Κάποια μέρα, ὕστερα ἀπὸ καιρό, ποὺ ἔτυχε νὰ ἔρθει ὁ ὑποτακτικὸς νὰ πάρει τὸ σταμνὶ καὶ τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος, τοῦ ἔκαμε τρομερὰ παράπονα:
- Παιδί μου, τοῦ εἶπε, τί ἔπαθες καὶ γιὰ τόσες μέρες μ’ ἄφησες χωρὶς λίγο νερό; Τὰ χείλη μου κάηκαν ἀπ’ τὴν δίψα καὶ οἱ δυνάμεις μου κοντεύουν νὰ χαθοῦν.
- Γέροντά μου, ἀπήντησε ὁ ὑποτακτικός. Κάθε ἑβδομάδα ἐδῶ καὶ ἕνα μῆνα, ὅταν σου φέρνω τὸ νερό, βγαίνεις ἀπὸ τὴν σπηλιά, παίρνεις τὸ σταμνὶ καὶ μὲ διώχνεις.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξήγηση κατάλαβε ὁ Ἅγιος τὸ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ εἶπε:
— Παιδί μου, στὸ ἑξῆς, ἂν μὲ δεῖς καὶ χίλιες φορὲς στὸν δρόμο σου, οὐδέποτε νὰ μοῦ δώσεις αὐτὸ πού μου φέρνεις, παρὰ μονάχα, ὅταν μπεῖς στὴν κατοικία μου.
Ἐννοεῖται πὼς ὁ Ἅγιος, μετὰ τὴν ταλαιπωρία του αὐτὴ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ ραβδί του, σὰν ἄλλος Μωϋσῆς, κτύπησε τὸν βράχο ἐκεῖ στὴ σπηλιά του καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Μιὰ πηγὴ ἀπὸ κρυστάλλινο νερὸ ἄνοιξε στὴ στιγμή, γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἁγίου καὶ ὅσων τὸν ἐπεσκέπτοντο, γιὰ νὰ πάρουν τὶς εὐλογίες του. Ἡ βρύση αὐτὴ ὑπῆρχε μέχρι τὸ 1912 καὶ ἦταν γνωστὴ σὰν τὸ «ἅγιασμα τοῦ ὁσίου». Δυστυχῶς ὁ φανατισμὸς τῶν μουσουλμάνων ποὺ κατοικοῦσαν τὸ Πέργαμον ξέσπασε κάποια μέρα καὶ πάνω στὴν πηγὴ καὶ τὸ σπήλαιο «σπηλιάϊν» τοῦ Ἁγίου. Μὲ μηχανὲς γκρέμισαν τὸ σπήλαιο καὶ κατέστρεψαν τὴν πηγή. Γιὰ νὰ καλύψουν τὸ ἔγκλημά τους φύτεψαν πάνω ἀπ’ τὴν τοποθεσία ἐκείνη κάμποσα κλήματα. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ μὲ τὸν ναὸ τοῦ Ὁσίου. Οἱ χριστιανοὶ καταδιωγμένοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ μαζί τους μετέφεραν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ποὺ φυλάσσεται στὴν Ξυλοτύμπου. Ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιὰ καὶ κατεστραμμένη σχεδὸν κατὰ τὸ ἥμισυ. Δὲν ἔχει χρονολογία καὶ φέρει ἐπάνω τούτη τὴν ἐπιγραφή:
«Ὅστις προσφέρει δῶρον εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν, καμὲ πρὸς Θεὸν εὐρήσει προστάτην».
Κι εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος γιατί μὲ τὴν ὅλη ζωή του εὐηρέστησε στὸν Κύριο. Νίκησε τὴν σάρκα του καὶ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔχουμε ὅλοι μέσα μας. Νίκησε τὸν διάβολο μὲ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Νίκησε καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ μένει παράδειγμα σὲ μᾶς. Παράδειγμα ζωντανό. Παράδειγμα ζηλευτό. Παράδειγμα ἑλκυστικό. Παράδειγμα ποὺ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τί μπορεῖ νὰ πετύχει ὁ ἄνθρωπος σὰν δώσει πραγματικὰ τὴν καρδιά του στὸν Θεό. Σὰν ἀφήσει νὰ περιλούσει τὴν ψυχή του ἡ πίστη ἡ καυτή, ἡ πίστη ἡ θαυματουργική.
Μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεώς του ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς αὐτὸς στρατιῶτης τοῦ Χριστοῦ βγῆκε νικητὴς ἐνάντια σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔγινε καὶ μένει στοιχεῖο ὠφέλιμο καὶ εὐεργετικὸ σὲ ὅλους. Πλεῖστα θαύματα ἔκαμε, ὅταν ζοῦσε.
Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι καὶ τοῦτο: Κάποτε τὸν ἐπεσκέφθη στὸ κατάλυμά του ἕνας πατέρας κρατώντας στὰ χέρια τὸ νεκρὸ παιδί του καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστά του, ἄρχισε νὰ τοῦ λέει μὲ σπαραγμὸ ψυχῇς:
— Γέροντά μου, σπλαχνίσου με. Ἕνα τὸ ἔχω καὶ μοῦ τὸ πῆρε ὁ χάρος. Ξέρω πὼς σὰν παρακαλέσεις σὺ τὸν Θεό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀκούσει καὶ θὰ μοῦ ξαναδώσει πίσω ζωντανὸ τὸ παιδί μου. Γέροντά μου, λυπήσου με.
Στὴν παράκληση τοῦ πονεμένου πατέρα ὁ Ἅγιος σηκώθηκε. Ἔτρεξε κοντά του καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸ νεκρὸ παιδί, ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ κατάνυξη. Στὸ τέλος παίρνοντας τὸ νεκρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ εἶπε:
— Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Θεοῦ μας, σοῦ λέω: «Σήκω παιδί μου».
Στὴ στιγμὴ τὸ νεκρὸ παιδί, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαθὺ ὕπνο, ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὁ ἀσκητὴς τὸ σήκωσε καὶ τὸ παράδωσε στὸν εὐτυχισμένο τώρα πατέρα. Ὅλοι τότε δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ εἶχε δώσει τέτοια ἐξουσία στὸν Ὅσιό του.
Ἐκεῖ στὴν σπηλιὰ ἔζησε ὁ Ἅγιος ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ αὐτὴ βγῆκε μόνο μερικὲς φορὲς γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του Ὅσιο Κενδέα, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἐγκατέλειψε τὴν Πάφο καὶ ᾖρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία ἄλλη σπηλιά, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Αὐγόρου ἐκεῖ κοντὰ ποὺ βρίσκεται σήμερα καὶ ὁ ναός του. Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ οἱ Ἅγιοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν σπηλιά τους καὶ ἐπεσκέπτοντο, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ οἱ πιστοὶ τὸν βρῆκαν μία μέρα νεκρό. Τὸ σκήνωμά του ἀνέδιδε μία εὐωδία. Μὲ δάκρυα πῆραν τὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν ἐκεῖ ποὺ ἔζησε τὴν ζωὴ τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο του συνέχισε ὁ Ὅσιος καὶ μετὰ τὸν θάνατό του σὲ ὅσους μὲ πίστη κατέφευγαν στὴ χάρη του. Μὲ πίστη ἂς καταφεύγουμε καὶ ἐμεῖς νοερὰ σ’ αὐτὸν κι ἂς ἐκζητοῦμε τὴ μεσολάβησή του στὰ πολυποίκιλα προβλήματά μας. Πρὸ παντὸς σήμερα ποὺ ἐξ αἴτιας τῶν ἁμαρτιῶν μας τὸ ἥμισυ σχεδὸν τοῦ νησιοῦ μας στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν ἀρβύλα τοῦ πιὸ βάρβαρου καταχτητῆ. Σήμερα, ἂς γονατίζουμε κάθε βράδυ καὶ μὲ πόνο ψυχῇς ἂς λέμε:
Ὅσιε Ἰωνᾶ, σὺ ποὺ μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες σου ἀπολαμβάνεις σήμερα κοντὰ στὸν Κύριο τὴν ἀγάπη του, ἄκουσε τὴν παράκλησή μας καὶ σπλαγχνίσου μας. Πολὺ φταίξαμε στὸν Κύριό μας.
Οἱ ἁμαρτίες μας μετέβαλαν αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἁγιασμένο σὲ σπήλαιο λῃστῶν.
Δεήσου, ἅγιέ μας στὸν Χριστό μας, νὰ μᾶς συγχωρήσει καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει πίσω ἐλεύθερα τὰ σκλαβωμένα χωριά μας.
Νὰ μπορέσουμε νὰ ξαναπᾶμε πίσω στὰ σπίτια μας καὶ τὶς ἐκκλησίες μας.
Νὰ ξανὰ ἀνάψουμε τὰ καντήλια τους.
Νὰ λειτουργηθοῦμε.
Νὰ ξαναγευθοῦμε τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὸν πόνο τὸν ἀσήκωτο, τῆς σκλαβιᾶς τὸν πόνο.
Ἅγιε, βοήθησέ μας!
Ταῖς τοῦ Ὅσιου Ἰωνᾶ πρεσβείαις ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμὴν.
|