Οἱ Ἅγιοι
Τεσσαράκοντα Μάρτυρες κατάγονταν ἀπό τή Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας καί ἄθλησαν στά
χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Κατά τόν διωγμό πού κινήθηκε
κατά τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ὁ ἡγεμόνας τῆς Νικοπόλεως Λυσίας
διέταξε τήν ἀναζήτηση καί τήν σύλληψη ὅλων τῶν Χριστιανῶν πού διαβιοῦσαν στήν
περιοχή του. Ἔτσι συνελήφθησαν σαράντα πέντε Χριστιανοί, μεταξύ τῶν ὁποίων
συγκαταλέγονταν καί οἱ διάσημοι γιά τήν καταγωγή καί τήν παιδεία τους Λεόντιος,
Μαυρίκιος, Δανιήλ καί Ἀντώνιος. Αὐτοί, ἀφοῦ οδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ Λυσίου, διά
στόματος τοῦ Λεοντίου, ὁμολόγησαν τήν πίστη πρός τόν Χριστό καί κατέκριναν μέ
δριμύτητα τήν εἰδωλολατρεία. Κατόπιν
αὐτοῦ ὁ ἡγεμόνας διέταξε, ἀφοῦ τούς συντρίψουν τά στόματα μέ πέτρες, νά ριχθοῦν
σιδηροδέσμιοι στήν φυλακή. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀφοῦ κλήθηκαν ἀπό τόν Λυσία στό
δικαστήριο, μέ ὑποσχέσεις καί ἀπειλές πιέζονταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ὅλοι
ὅμως παρέμεναν ἀκλόνητοι στήν Χριστιανική τους ὁμολογία, περιφρονώντας
ὑποσχέσεις καί ἀπειλές. Ἐπειδή ἐξοργίσθηκε ὁ Λυσίας, διέταξε νά δεθοῦν σέ ξύλα
καί νά τούς καταξεσχίσουν τίς σάρκες μέ σιδερένια νύχια καί ὄστρακα, στή
συνέχεια δέ νά τούς ρίξουν καί πάλι στή φυλακή. Ἐκεῖ πέρασαν τή νύχτα
προσευχόμενοι καί δεόμενοι στόν Θεό, γιά νά τούς ἐνδυναμώσει κατά τό μαρτύριό
τους. Αἰφνίδια, γύρω στό μεσονύκτιο, ἡ φυλακή φωτίσθηκε ἀπό θεῖο φῶς καί
Ἄγγελος Κυρίου, ένδεδυμένος στά λευκά, παρουσιάσθηκε σέ αὐτούς καί εἶπε: «Χαίρετε, ἐγγύς ἡμῶν ἡ τελείωσις καί τά
ὀνόματα ὑμῶν ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ζώντων ἐνεγράφησαν. Θαρσεῖτε· ὁ Κύριος μεθ’ ὑμῶν»,
καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Τότε οἱ στρατιῶτες πού φύλατταν αὐτούς, Μενέας καί
Βελεράδης, θαμπώθηκαν, ὅταν εἶδαν καί ἄκουσαν ὅσα ἔλαβαν χώρα, ὁμολόγησαν τόν
Χριστό καί προσέπεσαν στά πόδια τῶν Μαρτύρων, παρακαλώντας τους νά τούς δεχθοῦν
μεταξύ τους. Αὐτοί πλήρεις χαρᾶς ἀσπάσθηκαν τούς νέους ἀδελφούς τους καί
ἐνεθάρρυναν νά παραμείνουν ἀκλόνητοι στή νέα πίστη τους. Ὅταν πληροφορήθηκε τά
συμβάντα ὁ Λυσίας, διέταξε ἀμέσως, ἀφοῦ πρῶτα ἀποκοποῦν τά μέλη τους μέ
τσεκούρια, στή συνέχεια νά τελειωθοῦν ἐπάνω στήν πυρά. Ἦταν τό ἔτος 319 μ.Χ.
Τά τίμια
λείψανά τους, ἀφοῦ περισυνελέγησαν κρυφά ἀπό τούς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκαν μέ
εὐλάβεια. Ἀργότερα, ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἀφοῦ ἀνακομίσθηκαν,
μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχύ
προκατάλαβε.
Στρατός
θεοσύλεκτος, παρεμβολή ἱερά, νομίμως ἀθλήσαντες ὑπέρ τῆς δόξης Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι
ὤφθητε. Μάρτυρες τοῦ Κυρίου, Τεσσαράκοντα πέντε, λύσαντες δι’ ἀγώνων, τήν
πολύθεον πλάνην· διό ἡμῶν τούς ἀγῶνας, πάντες δοξάζομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς
τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς
εὐσεβείας θεμέλιοι ἄρρηκτοι, οἱ Τεσσαράκοντα πέντε ἠρίστευσαν, ψυχῆς συμφωνίᾳ
συνδούμενοι, καί ἐν σταδίῳ βοῶντες γηθόμενοι· Χριστός τῶν Μαρτύρων ὁ στέφανος.
Μεγαλυνάριον
Συγκεκροτημένοι
πανευσεβῶς, ὥσπερ συναυλία, ἧς ὁ Κύριος ὁδηγός, ἐν τῇ Νικοπόλει, ὀφθέντες
Ἀθλοφόροι, πρός πόλιν οὐρανίαν κατεσκηνώσατε.
|