ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ι'
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Κορνήλιος
1 Εἰς τὴν Καισάρειαν ὑπῆρχε κάποιος ὀνομαζόμενος Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴν μονάδα ποὺ ὠνομάζετο Ἰταλική.
2 Ἦτο εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος ἀπὸ τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του· ἔκανε πολλὰς ἐλεημοσύνας εἰς τὸν λαὸν καὶ προσευχότανε πάντοτε εἰς τὸν Θεόν.
3 Μίαν ἡμέραν, περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶδε καθαρὰ σ’ ἕνα ὅραμα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Κορνήλιε».
4 Αὐτὸς προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς αὐτὸν καί, φοβισμένος, εἶπε, «Τί συμβαίνει, Κύριε;». Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε, «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ σὲ θυμηθῇ ὁ Θεός.
5 Καὶ τώρα στείλε εἰς τὴν Ἰόππην ἄνδρας καὶ κάλεσε κάποιον Σίμωνα ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος.
6 Αὐτὸς φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψην, τοῦ ὁποίου τὸ σπίτι εἶναι κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν».
7 Ὅταν ἔφυγε ὁ ἄγγελος ποὺ τοῦ μιλοῦσε, φώναξε δύο ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας του καὶ ἕνα στατιώτην εὐσεβῆ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του,
8 καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀφηγήθηκε ὅλα, τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Ἰόππην.
9 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐνῷ ἐκεῖνοι περπετοῦσαν ἀκόμη καὶ ἐπλησίαζαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβξκε ὁ Πέτρος εἰς τὸ ἀνῶγι, κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν, διὰ νὰ προσευχηθῇ.
10 Ἐπείνασε δὲ καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ κάτι.
11 Ἐνῷ τοῦ ἐτοίμαζαν φαγητὸν ἦλθε εἰς ἔκστασιν, καὶ βλέπει τὸν οὐρανὸν ἀνοικτὸν καὶ νὰ κατεβαίνῃ κάτι σὰν ἕνα μεγάλο σινδόνι, δεμένο στὶς τέσσερις γωνίες, καὶ κατέβαινε εἰς τὴν γῆν.
12 Μέσα σ’ αὐτὸ ὑπῆρχαν ὅλα τὰ τετράποδα ζῶα τῆς γῆς, θηρία, ἑρπετὰ καὶ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
13 Καὶ μιὰ φωνὴ τοῦ ἐφώναξε, «Σήκω, Πέτρε, σφάξε καὶ φάγε!».
14 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, Κύριε, διότι ποτὲ δὲν ἔφαγα τίποτε μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον».
15 Ἦλθε πάλιν εἰς αυτὸν φωνὴ διὰ δευτέραν φοράν: «Ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε, σὺ μὴ τὰ θεωρῆς ἀκάθαρτα».
16 Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορὲς καὶ τὸ ἀντικείμενον ἀνυψώθηκε πάλιν εἰς τὸν οὐρανόν.
17 Ἐνῷ ὁ Πέτρος εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν περὶ τοῦ τί ἆραγε ἐσήμαινε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλῆ ἀπὸ τὸν Κορνήλιον, ἀφοῦ ἐρώτησαν διὰ τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος, ἦλθαν εἰς τὴν ἐξώπορτα.
18 Καὶ ἐφώναξαν διὰ νὰ ἐρωτήσουν ἐὰν φιλοξενῆται ἐκεῖ ὁ Σίμων ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος.
19 Ἐνῷ δὲ ὁ Πέτρος ἐσκέπτετο τὸ ὅραμα, εἶπε εἰς αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, «Τρεῖς ἄνδρες σὲ ζητοῦν·
20 σήκω, κατέβα καὶ πήγαινε μαζί τους χωρὶς κανένα δισταγμόν, διότι ἐγὼ τοὺς ἔχω στείλει».
21 Ὁ Πέτρος κατέβηκε καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἄνδρας, «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶτε. Ποιά εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἤλθατε ἐδῶ;».
22 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔχει τέτοιαν μαρτυρίαν ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων,
23 ἔλαβε ἐντολὴν ἀπὸ ἕνα ἅγιον ἄγγελον νὰ στείλῃ νὰ σὲ καλέσῃ εἰς τὸ σπίτι του
24 καὶ νὰ ἀκούσῃ τί ἔχεις νὰ πῇς». Ὁ Πέτρος τοὺς ἐκάλεσε μέσα καὶ τοὺς ἐφιλοξένησε.
25 Τὴν ἑπομένην ἀνεχώρησε μαζί τους καὶ τοὺς συνώδευσαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἰόππης. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔφθασαν εἰς τὴν Καισάρειαν.
26 Ὁ Κορνήλιος τοὺς ἐπερίμενε καὶ εἶχε καλέσει συγγενεῖς του καὶ στενοὺς φίλους του.
27 Μόλις ἔφθασε ὁ Πέτρος, τὸν προϋπάντησε ὁ Κορνήλιος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησε.
28 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τὸν ἐσήκωσε καὶ εἶπε, «Σήκω, καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος εἶμαι». Συνομιλῶν μαζί του ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι καὶ εὑρῆκε πολλοὺς νὰ ἔχουν μαζευθῆ καὶ τοὺς εἶπε, «Ξέρετε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ Ἰουδαῖον νὰ συναναστρέφεται ἢ νὰ πλησιάζῃ ἀλλόφυλον, ἀλλὰ σ’ ἐμὲ ὁ Θεὸς ἔδειξε καθαρὰ νὰ μὴ θεωρῶ κανένα ἄνθρωπον μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον.
29 Γι’ αὐτὸ ἦλθα χωρὶς ἀντίρρησιν, ὅταν ἐστείλατε γιὰ μένα. Ἐρωτῶ λοιπόν, γιὰ ποιόν λόγον μὲ προσκαλέσατε;».
30 Καὶ ὁ Κορνήλιος εἶπε, «Πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν ἐνῷ προσευχόμουν τὴν ἐνάτην ὥραν, εἰς τὸ σπίτι μου, ἐστάθηκε μπροστά μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λάμπουσαν ἐνδυμασίαν,
31 καὶ μοῦ λέγει, «Κορνήλιε, ἡ προσευχή σου εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς ἐθυμήθηκε τὶς ἐλεημοσύνες σου.
32 Στεῖλε εἰς τὴν Ἰόππην καὶ κάλεσε τὸν Σίμωνα, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Πέτρος. Φιλοξενεῖται εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ βυρσοδέψη, κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. Αὐτὸς ὅταν ἔλθῃ θὰ σοῦ μιλήσῃ.
33 Ἀμέσως λοιπὸν ἔστειλα νὰ σὲ καλέσω καὶ καλὰ ἔκανες καὶ ἦλθες. Καὶ τώρα εἴμεθα ὅλοι ἐδῶ παρόντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ὅλα ὅσα σὲ ἔχει διατάξει ὁ Θεὸς νὰ πῇς».
Ὁμιλία τοῦ Πέτρου
34 Τότε ὁ Πέτρος ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε, «Ἀναγνωρίζω πράγματι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης
35 ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος, ἐκεῖνος ποὺ τὸν φοβᾶται καὶ κάνει τὸ ὀρθὸν εἶναι δεκτὸς εἰς αὐτόν.
36 Ἔστειλε τὸν λόγον του εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας μὲ τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα εἰρήνης διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων.
37 Ξέρετε τί συνέβη εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν μετὰ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐκήρυξε ὁ Ἰωάννης.
38 Ξέρετε διὰ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, πῶς τὸν ἔχρισε ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ δύναμιν, ὁ ὁποῖος περιώδευε εὐεργετῶν καὶ θεραπεύων ὅλους τοὺς καταδυναστευομένους ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ὁ Θεὸς ἦτο μαζί του.
39 Καὶ ἐμεῖς εἴμεθα μάρτυρες ὅλων ὅσα ἔκαμε καὶ εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸν ἐσκότωσαν κρεμάσαντες αὐτὸν εἰς τὸν σταυρόν.
40 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ τὸν ἔκανε νὰ ἐμφανισθῇ,
41 ὄχι εἰς ὅλον τὸν λαόν, ἀλλὰ εἰς μάρτυρας, ποὺ τοὺς εἶχε διαλέξει ὁ Θεὸς ἀπὸ πρίν, δηλαδὴ σ’ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐφάγαμε καὶ ἤπιαμε μαζί του μετὰ τὴν ἀνάστασίν του ἐκ νεκρῶν
42 καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ κηρύξωμεν εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ δώσωμεν μαρτυρίαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
43 Δι’ αὐτὸν μαρτυροῦν ὅλοι οἱ προφῆται, ὅτι ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτὸν θὰ λάβῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὀνόματός του».
Ἐθνικοὶ λαμβάνουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ βαπτίζονται
44 Ἐνῷ ὁ Πέτρος ἐμιλοῦσε ἀκόμη, ἔπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω εἰς ὅλους ποὺ ακουσαν τὸν λόγον.
45 Καὶ ἐξεπλάγησαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων πιστοί, ὅσοι εἶχαν ἔλθει μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον, διότι ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐχύθηκε καὶ εἰς τὰ ἔθνη,
46 ἐπειδὴ τοὺς ἄκουσαν νὰ μιλοῦν γλώσσας καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεόν.
47 Τότε εἶπε ὁ Πέτρος, «Μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ νερὸ ὥστε νὰ μὴ βαπτισθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπως καὶ ἐμεῖς;». 48 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ βαπτισθοῦν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε τὸν παρεκάλεσαν νὰ παραμείνῃ μερικὲς ἡμέρες.
|