Ἀριστεὺς τῆς ἐγκράτειας καὶ τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος, ἄφησε τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόμησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Ζοῦσε σὲ ἐρημικὸ τόπο, ὅπου προσευχόταν καὶ μελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονήσει τὴν βασιλεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπομονή του κατόρθωσαν πολλὲς φορὲς νὰ καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιὲς καὶ νὰ ἑλκύσουν στὸν σταυρὸ ψυχὲς ὑπερβολικὰ ἐξαγριωμένες.
Πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν ὁ Ἀβράμιος, διατηροῦσε ὅλη τὴν ζωντάνια τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία του, μπόρεσε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν σωτηρία ἁμαρτωλῶν γυναικών.
Κάποτε εὐτύχησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Μαρία. Τὴν εἶδε σὲ κάποιο πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει, φορτωμένη μὲ κοσμήματα καὶ συντροφιὰ μὲ ἀκόλαστους νέους. Ἡ παραστρατημένη ὅμως νεαρή, δὲν εἶχε ἀποβάλει ἐντελῶς τὶς εὐσεβεῖς ἀναμνήσεις της. Τὴν ἑπομένη, πῆγε στὸ γέροντα ἀσκητὴ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἀναγκασμένος νὰ μὴ παρέχει τὴν δική Του. Τὰ λόγια αὐτὰ συντάραξαν τὴ Μαρία, μετανόησε, ἐξομολογήθηκε καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ζωὴ ἁγία.
Ὁ δὲ Ἀβράμιος πέθανε ὑπέργηρος, ὑπηρετώντας πιστὰ μέχρι τέλους τὸν Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπὼν τὰς ἀπολαύσεις, ἐν τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν· διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοvτάκιοv. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεδείχθης, καὶ ἀσκήσει γέγονας, πεφυτευμένον ὡς δένδρον, ὕδατι, τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύμασι, τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον.
Τὸ δοθέν σοι τάλαντον πρὸς Χριστοῦ, πόνοις ἐγκρατείας, ἐγεώργησας δαψιλῶς, καὶ ὡς Ἱεράρχης, αὐτὸ ἐπηυξημένον, Ἀβράμιε προσάγεις, τῷ σὲ δοξάσαντι.
|