Μοναχὴ ἐνάρετη ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (816). Παιδὶ ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀνατράφηκε σὲ παρθενῶνα τῆς πόλης.
Κάποια μέρα πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σὲ μία κοντινὴ κωμόπολη. Τότε συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς κωμόπολης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τῆς Κρήτης καὶ μεταφέρθηκε μὲ τοὺς ἄλλους αἰχμαλώτους στὴν Πάρο γιὰ πώληση. Ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, ὅπου καὶ παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη μὲ χόρτα. Ἀνακαλύφθηκε τυχαῖα ἀπὸ ἕναν κυνηγό, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ παράκλησή της, ἔφερε σ’ αὐτὴν τὰ θεία μυστήρια.
Ὅταν δὲ κοινώνησε τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, πέθανε καὶ τάφηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο κυνηγό. Γιὰ τὴν Ὁσία αὐτή, ὑπάρχει καὶ μία διήγηση τοῦ μονάχου Συμεὼν τοῦ Πάριου, ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ αὐτὴ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας καὶ εἶναι ἐντελῶς φανταστική.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖόν σε κέκτηται, τοῖς δὲ ἀγῶσί σου, Πάρος ἡγίασται, καὶ τῷ σῶ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοῖς βοῶσί σοι Μῆτερ· χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον
Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον
Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν.
Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα
Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα·
Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.
|