Οἱ Ἅγιοι
Κήρυκος καί Ἰουλίττα μαρτύρησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ
(284 – 305 μ.Χ.). Ἡ Ἁγία Ίουλίττα καταγόταν ἀπό τό Ἰκόνιο τῆς Λυκαονίας τῆς
Μικρᾶς Ἀσίας καί διακρινόταν γιά τήν πίστη καί τήν εὐσέβειά της. Μετά τόν
θάνατο τοῦ συζύγου της ἀφιερώθηκε στήν ανατροφή τοῦ βρέφους της, τό ὁποῖο
βάπτισε μέ τό ὄνομα Κήρυκος. Μέχρι τήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν ἡ Ἁγία ἀνέτρεφε
τόν υἱό της μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου καί τό εὐσεβές παράδειγμά της. Ὅταν τό
κῦμα τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν ἐντάθηκε, ἡ Ἁγία Ἰουλίττα πῆρε τόν μικρό
Κήρυκο καί κατέφυγε στήν Σελεύκεια τῆς Κιλικίας καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ταρσό, τήν
γενέτειρα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ τήν συνέλαβαν καί ὁ ἡγεμόνας τῆς πόλεως, ὁ
Ἀλέξανδρος, τήν κάλεσε σέ ἀπολογία. Προσπάθησε νά τήν πείσει νά ἀρνηθεῖ τόν
Χριστό μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου αὐτῆς καί τοῦ μικροῦ υἱοῦ της. Ὅμως ἡ Ἁγία
παρέμεινε μέ ἀνδρεία σταθερή καί ἀμετάθετη στήν πίστη της καί ἦταν ἕτοιμη νά προσφερθεῖ
θυσία ζῶσα μαζί μέ τόν υἱό της, παρά νά ἀρνηθεῖ τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε ὁ
ἡγεμόνας ἄρχισε νά καλοπιάνει τόν μικρό Κήρυκο, γιά νά τόν ἑλκύσει μέ τό μέρος
του καί νά κάμψει τήν ἀντίσταση τῆς μητέρας του. Ὅμως, ὁ Κύριος ἔδωσε «στόμα καί σοφίαν» στόν μικρό στήν ἡλικία
καί μέγα στήν ὁμολογία Κήρυκο. Τό νήπιο ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται τό Ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος ἐξαγριώθηκε καί μέ ἀγριότητα ἔριξε τό νήπιο ἀπό
τίς σκάλες τοῦ κριτηρίου, λακτίζοντάς το μέ δύναμη. Ὁ Ἅγιος Κήρυκος χτυπήθηκε
στήν κεφαλή θανάσιμα καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἡ Ἁγία Ἰουλίττα, ἀφοῦ
δοκιμάσθηκε μέ φρικτά βασανιστήρια, ἀποκεφαλίσθηκε, τό ἔτος 304 μ.Χ., καί ἔλαβε
τό ἀμαράντινο στέφανο της δόξας. Ἡ Σύναξη
αὐτῶν ἐτελεῖτο στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ «ἐν τοῖς Ἀδδᾶ». Στό
Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο ὁ Ἅγιος Κήρυκος ἀναφέρεται ὡς Κῦρος, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε
ὄχι στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, ἀλλά στό Ἰκόνιο, καί τά λείψανα αὐτοῦ
μετακομίσθηκαν ἀπό τήν Ἀντιόχεια στήν Γαλλία ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως
Ὡξέρρης Ἀγαπητό, ὁ ὁποῖος τά προσέφερε, ὡς εὐλογία, στίς πόλεις Τουλούζη, Ἁγίου
Ἀμάρδου καί Νεβέρς, τῆς ὁποίας εἶναι καί πολιοῦχος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ
ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἡ καλλιμάρτυς
τοῦ Χριστοῦ Ἰουλίττα, σύν τριετεῖ ἀμνῷ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστικοῦ πρό βήματος
παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες, τήν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μή
πτοούμενοι, ἀπειλάς τῶν τυρράνων· καί στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοῖς, ἀγαλλιῶνται,
Χριστῷ παριστάμενοι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἐπεφάνης σήμερον. Ἐν
ἀγκάλαις φέρουσα ἡ Χριστομάρτυς, Ἰουλίττα Κήρυκον, ἐν τῷ σταδίῳ ἀνδρικῶς,
ἀγαλλομένη ἐκραύγαζε· Χριστός ὑπάρχει Μαρτύρων τό καύχημα.
Μεγαλυνάριον. Φέρουσα
ὡς ἄμπελος νοητή, Κήρυκον τόν θεῖον, Ἰουλίττα ἐν ταῖς χερσίν, οἶνον εὐφροσύνης,
ληνοῖς τοῦ μαρτυρίου, βλυστάνετε τῷ κόσμῳ, ἐν θείῳ Πνεύματι.
|