Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωανᾶ, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη, στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Ε’ ἦλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἁγίων εἰκόνων, περιορίστηκαν σὲ κάποια Μονὴ στὸ Στόμιο τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ βασιλιὰς Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς τοὺς ἐπανέφερε, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν θέλησαν νὰ ἐξαγοράσουν τὴν ἡσυχία τους μὲ ἀδιαφορία στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα καὶ νὰ νεκρώσουν τὶς ἱερὲς πεποιθήσεις τους. Γι’ αὐτὸ ἐκδήλωσαν μὲ θάρρος τὰ φρονήματά τους καὶ ἔτσι πάλι περιορίστηκαν ἀπὸ τὸν βασιλιά, σὲ κάποιο τόπο κοντὰ στὸ Σωσθένιο.
Ἀργότερα ἐπὶ Θεοφίλου τοῦ Εἰκονομάχου, στάλθηκαν στὴν Ἀφουσία. Ἂν καὶ ἐκεῖ εἶχαν μείνει πολλὰ χρόνια καὶ εἶχαν αὐστηρὴ ἐπιτήρηση, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ φωνάζουν κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Τότε ὁ Θεόφιλος, γεμάτος θυμό, τοὺς ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τοὺς μαστίγωσε ἀνελέητα. Καὶ κατόπιν χάραξε στὰ μέτωπά τους μὲ πυρακτωμένο σίδερο, δώδεκα στίχους γιὰ νὰ τοὺς στιγματίσει.
Ἀπ’ αὐτὴ τὴν αἰτία ὀνομάστηκαν καὶ οἱ δυὸ Γραπτοί. Ἐπὶ δὲ τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Ζ’ (836 ἢ 837), ἐξορίστηκαν πάλι στὴν Ἀπάμεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου ὁ Θεόδωρος πέθανε καὶ τάφηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη. Ἀργότερα τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Χαλκηδόνα.
Ὁ ἑορτασμός του μᾶς ὑπενθυμίζει πόσους ἀγῶνες κίνησαν οἱ πιστοί, γιὰ νὰ διαφυλαχτεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ λατρεία. Καὶ γιὰ τ’ ἀδέλφια δίνει λαμπρὸ μάθημα, γιὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα συγκινητικότερο καὶ τιμητικότερο, ἀπὸ τὸ νὰ ζοῦν ἀφοσιωμένοι μέχρι θανάτου γιὰ τὴ νίκη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείοις στίγμασι, σεσημασμένος, δῶρον ἔμψυχον, τῷ Ζωοδότῃ, προσηνέχθης θεοφόρε Θεόδωρε· ἀσκητικαῖς δωρεαῖς γὰρ κοσμούμενος, ὁμολογίας ἀγῶσι διέλαμψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ σεβόμενος, πανευσεβῶς τὴν Εἰκόνα, διωγμοὺς ὑπέμεινας, καὶ κακουχίας καὶ θλίψεις· ὅθεν δή, Ὀρθοδοξίας ἄγαλμα θεῖον, γέγονας, ὡς ἀριστεύσας κατὰ τῆς πλάνης· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Ἱερομύστα Πάτερ Θεόδωρε.
Μεγαλυνάριον.
Ὄψει γεγραμμένῃ τυραννικῶς, βίβλος ἔμπνους ὤφθης, ἀναβάσεων ἱερῶν, ἐξ ἧς δωρημάτων, τὴν ὄνησιν τρυγῶντες, τοὺς πόνους σου τιμῶμεν, Πάτερ Θεόδωρε.
|