Ἡ Ἁγία Παρθένα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε περὶ τὸν 14ο αἰώνα. Κατὰ τὸ παρθενικό της ὄνομα εἶχε καὶ τὸ βίο της, ζώντας μὲ ἄσκηση καὶ σεμνότητα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1375 ἡ Ἔδεσσα πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ οἱ κάτοικοι ἀντέταξαν δυνατὴ ἄμυνα, ἐνισχυόμενοι καὶ ἐνθαρρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Σεραφείμ, ἐφημέριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἄριστα ὀργανωμένος καὶ πολυάριθμος, ἀλλὰ ἀπέκανε καὶ ὡς φαίνεται, ἑτοιμαζόταν νὰ λύσει τὴν πολιορκία.
Ἀλλὰ κατὰ τὴν τελευταία στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως, ὀνομαζόμενος Πέτρος (ἡ παράδοση τὸν ὀνομάζει Κὲλλ Πέτρο, δηλαδὴ Κασιδιάρη Πέτρο), ὁ ὁποῖος ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Παρθένας, πληρώθηκε μὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ ἀπὸ τὸν πολιορκητὴ Πασᾶ τῶν Τούρκων καὶ πρόδωσε τὴν πόλη. Οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν στὴν Ἔδεσσα, στὶς 26 Δεκεμβρίου 1375, ἀπὸ τὸ νοτιοανατολικὸ μέρος, ὅπου αὐτὸς φρουροῦσε, καὶ ὅπου ἦταν μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐπάλξεις τῆς πόλεως. Ἀμέσως ἐπιδόθηκαν στὴ σφαγὴ καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων, τὶς διαρπαγὲς καὶ τὶς ἀτιμώσεις. Συνέλαβαν τὸν Ἱερομόναχο Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια τὸν ἔπνιξαν στὸ μέγα καταρράκτη, ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα «ἰτσερὶ Πασᾶ», δηλαδὴ «νερὰ τοῦ Πασᾶ».
Ὁ προδότης Πέτρος, μετὰ τὴ φρικώδη πράξη του καὶ τὴν ἅλωση τῆς πόλεως, ἀρνήθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Δὲν ἀρκοῦσε ὅμως αὐτό. Παρέδωσε στὸν Πασᾶ, ὡς παλλακίδα, τὴ θυγατέρα του Παρθένα, ἀφοῦ προηγουμένως προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία Παρθένα μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ πατέρα της, ὡς ἄλλη Ἁγία Βαρβάρα, ἔφριξε καὶ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν ἄθλιο πατέρα της καὶ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἀρνηθεῖ τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ οὐράνιου Νυμφίου αὐτῆς, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ μετανοήσει, ὀργίσθηκε καὶ ἔγινε σὰν θηρίο. Ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὴν Ἁγία μέχρι αἵματος καὶ ἀναισθησίας. Στὴν συνέχει τὴν γύμνωσε καὶ τὴν παρέδωσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Οἱ στρατιῶτες τὴν βασάνιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Στὸ τέλος, τὴν ὁδήγησαν ὁλόγυμνη σὲ ἕνα λόφο, ὅπου τὴν ἔθαψαν ζωντανή. Ὁ λόφος αὐτὸς ὀνομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος τῆς Παρθένου».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Ἐδέσσης ὤφθης, καὶ ἰσότιμος, κλεινῶν Μαρτύρων, Ἀθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· τοῦ γὰρ πατρὸς τὴν κακίαν ἐλέγξασα, ὑπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· ὅθεν πρέβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ἐδεσσαίων ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Παρθενομάρτυς Παρθένα· χαίρει γάρ, πιστῶς σε θρέψασα ἐν Κυρίῳ, μέλπουσα, τοῦ μαρτυρίου σου τοὺς ἀγῶνας, οὓς διήνυσας ἀνδρείως, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ πανεύφημε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐδεσσαίων ἡ καλλονή, Παρθένα θεόφρον, νύμφη ἄφθορε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων θυμηδία, σεμνὴ Παρθενομάρτυς ἀξιοθαύμαστε.
|