Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Πουατιέ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες καὶ ἐκεῖνος μετεστράφη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς γενέτειράς του. Τὸ ἔτος 356 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) στὴ Φρυγία γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του. Στὴν ἐξορία, ὅπου ἔμεινε γιὰ τέσσερα συνεχὴ ἔτη, ἔγραψε τὸ «Περὶ τῆς Τριάδος» ἔργο του, καὶ τὸ «Περὶ Συνόδων», τὸ ὁποῖο ἀπηύθηνε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ τοὺς πληροφορήσει περὶ τῶν ἀγώνων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυρίας, τὸ 359 μ.Χ., καὶ μετεῖχε τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ σκοπὸ νὰ γνωρίσουν στὸν αὐτοκράτορα τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε ἰδιαίτερη ἀκρόαση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς καὶ ἐκδιώχθηκε. Ἐπανῆλθε στὴ Γαλλία, ὅπου καὶ συνέχισε τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τὴ δράση του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴ Σύνοδο τῶν Παρισίων, ποὺ ἔγινε τὸ ἔτος 361 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Ἱλάριος κατόρθωσε νὰ ἀναθεματισθοῦν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ ἀρχηγοί τους στὴ Δύση, Αὐξέντιος, Οὐρσάκιος, Οὐάλης καὶ Σατουρνίνος καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ τὸ κύρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπὸ τὴν Γαλλία ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Ἰταλία, ὅπου, τὸ ἔτος 364 μ.Χ., προήδρευσε τῆς Συνόδου τῶν Μεδιολάνων καὶ καταπολέμησε τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως αὐτῆς, Αὐξέντιο. Ὁ Ἅγιος Ἰλάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 366 – 368 μ.Χ.
|