Ἡ Ἁγία
Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰσαπόστολος, ἔνδοξη καί πανεύφημη, ὑπῆρξε ἡ πιστή καί
ἀφοσιωμένη Μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκόλουθος τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, ἡ Διακόνισσα τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἐκλεκτή Μυροφόρος καί ἡ
εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως. Σ’ αὐτήν δόθηκε ἡ χάρη νά δεῖ πρώτη μετά τήν
Ἀνάσταση, μαζί μέ τήν Θεοτόκο, τόν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Αὐτή εὐαγγελίσθηκε στούς
Ἀποστόλους τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Μέσα στά ἱερά Εὐαγγέλια τιμᾶται ἀπό τούς
Ἁγίους τέσσερις Εὐαγγελιστές ὡς Μαθήτρια καί Μυροφόρος. Οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας τήν χαρακτηρίζουν σεμνή καί σοφή παρθένο μέ ψυχική ὡραιότητα. Ἡ
Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή εἶναι ὡραῖο καί εὐγενικό παράδειγμα γυναικείας
ἀφοσιώσεως, πού φθάνει στήν αὐταπάρνηση καί τόν ἡρωϊσμό, διότι ἔχει τόν πλοῦτο
αἰσθημάτων. «Ἠρίστευσαν γυναῖκες τῷ σῷ
Σταυρῷ κρατυνθεῖσαι, Χριστέ παντοδύναμε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Πατρίδα
της ἦταν ἡ πόλη Μάγδαλα, γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Μαγδαληνή, ἐκ τοῦ τόπου
καταγωγῆς της. Τά Μάγδαλα, κατά πᾶσα πιθανότητα, βρισκόταν στή Γαλιλαία, ἐπί
τῆς δυτικῆς ὄχθης τῆς λίμνης Τιβεριάδος. Ἡ Ἁγία καταγόταν ἀπό πλούσια καί
ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της, ὁ Σῦρος καί ἡ Εὐχαριστία, ἦταν ἐξαιρετικά
ἐλεήμονες καί φιλεύσπλαχνοι. Ζοῦσαν μέ φόβο Θεοῦ, τηροῦσαν τίς ἐντολές τοῦ Παλαιοῦ Νόμου (Μωσαϊκοῦ), γιατί
αὐτός ὁ Νόμος ἐπικρατοῦσε τότε, ἄν καί πλησιάζε τό τέλος του. Γεννοῦν, λοιπόν
οἱ εὐσεβεῖς αὐτοί γονεῖς τήν Μακαρία Μαρία. Ὄταν ἄρχισε νά μεγαλώνη, δέν θέλησε
νά ἀσχοληθεῖ μέ τά συνηθισμένα ἔργα τῶν γυναικῶν τῆς ἐποχῆς, δηλαδή νά ὑφαίνει,
νά γνέθει καί νά φτιάχνει λαμπρά ὑφάσματα, ἀλλά διάλεξε νά ἐπιδοθεῖ στίς
σπουδές καί πῆγε κοντά σέ διδάσκαλο νά μάθει γράμματα, κατά τόν βιογράφο της
Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Ἔτσι μελέτησε ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη, καί
ἰδιαίτερα ἀγάπησε τό Ψαλτήρι καί τίς Προφητεῖες. Ἐντρυφώντας στά βιβλία αὐτά,
ἀνίχνευε τίς προρρήσεις τῶν Προφητῶν γιά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί Μεσσία.
Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων της συνέχισε νά ζεῖ μέ μελέτη καί προσευχή. Μοίραζε
τά πλούτη της καί τά ὑπάρχοντά της σέ ὅποιους εἶχαν ἀνάγκη. Μέ τήν ἐλεήμονα
καρδιά της καί τήν γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, ἄδειαζε τά ἐπίγεια ταμεῖα της
καί συγκέντρωνε στά οὐράνια θησαυρούς ἄφθαρτους καί αἰώνιους. Διάλεξε νά
ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς ἁγνείας καί παρθενίας. Γιά νά διαφυλάξει τήν
καθαρότητα σώματος καί ψυχῆς, ἀπέφευγε τίς πολλές συναναστροφές καί κοσμικές
ἐκδηλώσεις. Αὐτήν τήν ὑψηλή, ἐνάρετη καί ἔνθεη πολιτείας της βλέποντας ὁ ἐχθρός
τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μισόκαλος διάβολος, φθόνησε καί φοβήθηκε. Ὁρμᾶ ἐναντίων
της μέ ὅλη του τή δύναμη. Τήν πολιορκεῖ μέ τά σκοτεινά καί πονηρά πνεύματα πού
τήν κυριεύουν. Ἀπό τά ἑπτά πονηρά πνεύματα ὁ Κύριος τήν θεράπευσε καί τήν
λύτρωσε. Διότι ἡ μακαρία πλησίασε τόν Δεσπότη καί Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό μέ θερμή
καρδιά καί πίστη καί ἔλαβε ἀπό τόν Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τήν ἴαση καί
θεραπεία. Ὁ
Θεοφανής Κεραμεύς γράφει: «Ἀλλά νά μήν
νομίσει κανείς ὅτι ἡ Μαρία εἶχε ἑπτά δαίμονες. Ἀλλά ὅπως ἀκριβώς τά χαρίσματα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὀνομάζωνται συνωνύμως ἑπτά πνεύματα, καθώς ὁ Μέγας Ἡσαΐας
τά ἀρίθμησε: “Πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς, πνεῦμα ἰσχύος καί
γνώσεως καί εὐσέβειας καί φόβου Θεοῦ”. Ἔτσι ἀντιθέτως καί οἱ ἐνέργειες τῶν
δαιμόνων λέγονται δαίμονες. Ἡ ἀκηδία, ἡ φειδωλία, ἡ ἀπείθεια, ὁ φθόνος, τό
ψεῦδος, ἡ ἀπληστία καί κάθε πάθος εἶναι συνώνυμο τοῦ δαίμονος πού τό γέννησε.
Ὅποιος, λοιπόν, εἶναι κυριευμένος ἀπό αὐτά τά πάθη, κατέχεται ἀπό δαίμονες. Δέν
ἦταν, λοιπόν, καθόλου ἀπίθανο καί ἀδύνατο καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή νά
ὑποδουλώθηκε σέ κάποια ἑπτά πάθη, ἀπό τά ὁποῖα λυτρώθηκε καί ὕστερα ἔγινε
μαθήτρια τοῦ Σωτῆρος». Καί στόν
Ἅγιο Μόδεστο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, διαβάζουμε: «Τόν συμβολικό ἀριθμό ἑπτά καί ὅταν πρόκειται περί τῆς ἀρετῆς καί ὅταν
πρόκειται περί τῆς κακίας, βλέπομε νά χρησιμοποιεῖ ἡ Ἁγία Γραφή. Εὐλόγως,
λοιπόν, διαλέγει ὁ Σωτήρας τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή, ἀπό τήν ὁποία ἐξεβαλε ἑπτά
διαμόνια, γιά νά ἐκδιώξει μέσῳ αὐτῆς τόν ἄρχοντα τῆς κακίας (διάβολο) ἀπό τήν
ἀνθρώπινη φύση. Διότι, οἱ ἱστορίες διδάσκουν τήν Μαγδαληνή αὐτήν διά βίου
παρθένο. Καί ἀναφέρετια μαρτύριο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ὅπου γράφεται ὅτι τήν
ἄκρα παρθενία καί καθαρότητά της, φαινόταν στούς βασανιστές της, σάν καθαρό
κρύσταλλο». Τήν ἴδια
ἄποψη διατυπώνει περί τῶν ἑπτά διαμονίων καί ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν
Ἑρμηνία του στό κατά Λουκᾶν Εύαγγέλιο: «Καθώς εἶναι ἑπτά πνεύματα τῆς ἀρετῆς,
ἔτσι εἶναι καί ἐξ ἐναντίας ἑπτά πνεύματα τῆς κακίας. Ὡσάν πώς εἶναι Πνεῦμα
φόβου Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καί ἐξ ἐναντίας Πνεῦμα ἀφοβίας Θεοῦ, εἶναι Πνεῦμα
συνέσεως, εἶναι καί ἐναντίον Πνεῦμα ἀσυνεσίας, καί καθεξῆς τά λοιπά. Ἐάν λοιπόν
δέν ἐβγοῦν τά ἑπτά ταῦτα πνεύματα τῆς κακίας ἀπό τήν ψυχήν, δέν δύναται τινάς
ν’ ἀκολουθῇ τόν Χριστόν. Διότι, πρῶτον πρέπει νά ἐβγάλῃ κανείς τόν Σατανᾶν ἀπό
λόγου του, καί τότε νά κατοικήσῃ ὁ Χριστός». Ἔχει
γίνει δυστυχῶς μεγάλη παρερμηνεία τῶν περικοπῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀπό
ὁρισμένους συγγραφεῖς, ἀκόμη καί ἐκκλησιαστικούς, διότι ταύτισαν τήν Ἁγία Μαρία
τήν Μαγδαληνή μέ τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Κυρίου μέ τά
δάκρυά της καί τά ἄλλειψε μέ μῦρο, δείχνοντας τήν συντριβή της, τόν σπαραγμό
τῆς καρδιᾶς της καί τήν μετάνοιά της γιά τίς ἁμαρτίες της. Γι’ αὐτήν γράφει ὁ
ἱερός Λουκᾶς ἀνώνυμα: «Καί γυνή ἥτις ἦν
ἁμαρτωλός ἐν τῇ πόλει». Στό ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο ὁμιλεῖ γιά τήν Ἁγία
Μαρία τήν Μαγδαληνή ἀναφέρεται στήν θεραπεία της ἀπό τόν Ἰησοῦ. Ἄν ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή ἦταν ἡ ἁμαρτωλός γυνή, ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής δέν θά ἀπέκρυπτε τό ὄνομά
της, ἐνῶ ἀμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα καί ὀνομαστικά γι’ αὐτήν καί γιά
τήν θεραπεία της ἀπό τά ἑπτά διαμόνια. Τό ὄνομα τῆς ἁμαρτωλῆς καί πόρνης
γυναικός δέν ἀναγράφεται πουθενά μέσα στά ἱερά Εὐαγγέλια. Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ
Μαγδαληνή ὅμως ἀναφέρεται συγκεκριμένα καί ὀνομαστικά μετά τήν θεραπεία της, ὡς
μαθήτρια καί ἀκόλουθος τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου Μητρός Του, ὡς Διακόνισσα
τῶν Ἀποστόλων τῶν Ἀποστόλων καί ὡς πρώτη τῶν Μυροφόρων. Στήν
Ὀρθόδοξη ὑμνολογία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι πολύ καθαρή ἡ διάκριση μεταξύ
τπων γυναικείων αὐτῶν προσώπων. Τῆς πόρνης γυναικός, πού ἄλειψε μῦρα τόν Κύριο,
τῆς ὁποίας «μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι
Πατέρες ἐθέσπισαν» τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Τετάρτῃ. Καί τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς
Μαγδαληνῆς ὡς μυροφόρου καί εὐαγγελιστρίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τά ἅγια Εὐαγγέλια, ἐρευνᾶ καί διευκρινίζει
ποιες καί πόσες ἦταν οἱ γυναῖκες πού ἄλειψαν μέ μῦρα τήν κεφαλή καί τούς
ἄχραντες πόδες τοῦ Κυρίου καί οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τήν Ἁγία Μαρία τήν
Μαγδαληνή. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔχει γράψει καί Λόγους μέ θέμα τήν πόσρνη
γυναίκα πού μετανόησε καί ἡ ὁποία εἶναι ἕνα πρόσωπο ἄγνωστο καί ἀνώνυμο. Μέχρι τό
ἄχραντο Πάθος τοῦ Κυρίου ἀκολουθεῖ ὡς πιστή μαθήτρια καί διάκονος. Τή νύχτα τῆς
προδοσίας, ὅταν ὁ μαθητής προδίδει τόν Διδάσκαλο καί τόν παραδίδει στά χέρια
τῶν ἀχάριστων καί ἀσεβῶν Ἰουδαίων, μαζί μέ τήν Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν ἀπό πόνο
καί ἀγωνία. «Ἦσαν δέ ἐκεῖ καί πολλές
γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἀπό μακρυά παρακολουθοῦσαν τά γεγονότα. Αὐτές ἀκολούθησαν
τόν Ἰησοῦ ἀπό τήν Γαλιλαία καἰ Τόν ὑπηρετοῦσαν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἡ Μαρία ἡ
Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωσή, καί ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ
Ζεβεδαίου». «Στάθηκαν δέ πλησίον στόν
Σταυρό τοῦ Ἰησοῦ ἡ μητέρα Του καί ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας Του, Μαρία τοῦ Κλωπᾶ,
καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή». «Σταυρῷ
καθηλούμενον Χριστόν, καθορῶσα ἔκλαιες Μαγδαληνή καί ἐκραύγαζες. Τί τό
ὁρώμενον; ἡ ζωή πῶς θνήσκεις, καί ἡ κτίσις βλέπουσα κλονεῖται καί φωστῆρες
σκοτίζονται;». Καί καθώς
τό θεῖο Πάθος κορυφώνεται, ἡ Μαγδαληνή ἀσπάζεται τοὐς ἄχραντες πόδες τοῦ Κυρίου
καί σπογγίζει τό καταματωμένο σῶμα Του, ὅταν ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, τό
κατεβάζει ἀπό τόν Σταυρό. «Καί ἤδη ὀψίας
γενομένης, ἐπεί ἦν Παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον, ἐλθών Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας,
εὐσχήμων βουλευτής, ὅς καί αὐτός ἦν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ… καί ἀγόρασας
σινδόνα καί καθελών αὐτόν ἀνείλησε τῇ σινδόνι καί κατέθηκεν εὐτόν ἐν μνημείῳ, ὅ
ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ
δέ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται». «Καί λαβών τό σῶμα ὁ Ἰωσήφ ἐνετύλιξεν αὐτό
σινδόνι καθαρᾷ, καί ἔθηκεν αὐτό ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὅ ἐλατόμησεν ἐν τῇ
πέτρᾳ καί προσκύλισας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. Ἦν δέ ἐκεῖ
Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου». Μετά τήν
ταφή τοῦ Κυρίου ἡ Μαρία Μαγδαληνή μέ τίς ἄλλες γυναῖκες ἐπιστρέφουν στά
Ἱεροσόλυμα καί ἀγοράζουν τά μῦρα ἀπό τήν Παρασκευή τό βράδυ, διότι τό Σάββατο
ὑπῆρχε ἀργία, σύμφωνα μέ τόν Νόμο. Τό ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, ὅταν ἡ ἀργία θά
λήξει, θά ἀγοράσουν καί ἄλλα ἀρώματα. «Τῇ
δέ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ
ἠτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Φαίνεται ἀπό τά ἅγια Εὐαγγέλια
ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή πῆγε πολλές
φορές ἐκεῖνο τό βράδυ τοῦ Σαββάτου στόν Τάφο. Πῆγε πρῶτα μαζί μέ τήν Θεοτόκο
νύχτα ἀκόμη, πολύ πρίν ξημερώσει. Πῆγε μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες ἀργότερα. Ἦλθε
ἀκόμη μία φορά μαζί μέ τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Ἰωάννη. Οἱ εὐσεβεῖς Μυροφόρες
γυναῖκες ἀξιώθηκαν αὐτές πρῶτες νά ἀκούσουν ἀπό Ἄγγελο Κυρίου τό εὐφρόσυνο
μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος» καί νά
γίνουν πρῶτες καί ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει περί τῆς ἐπισκέψεως τῶν Μυροφόρων στόν τάφο: «Οἱ Μυροφόρες ἦταν πολλές καί ἦλθαν στόν τάφο
ὄχι μία φορά, ἀλλά δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν ἀλλ’ ὄχι οἱ ἴδιες καί
κατά τόν ὄρθρο ὅλες, ἀλλά ὄχι τήν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς. Ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι
μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Πρώτη ἀπ’ ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί της τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή… Ἡ Παρθενομήτωρ
ἔφθασε τήν στιγμή πού γινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ
τάφος καί οἱ φύλακες ἦταν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο. Γι’
αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί κοίταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ
Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στήν θέα. Ἐγώ, πάντως, νομίζω ὅτι γι’ Αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε
ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος Τάφος. Ὅτι γι’ Αὐτήν ἄστραψε ἔτσι ὁ Ἄγγελος, ὥστε ἄν καί
ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, Αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ Ἀγγέλου ὄχι μόνο νά δεῖ ὅτι ὁ
τάφος ἦταν ἄδειος, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά
μαρτυροῦν τήν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος. Ἦταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής
Ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος λέγει στίς γυναῖκες πού ἦταν μαζί μέ τήν
Θεοτόκο: “Μή Φοβεῖσθε, ζητεῖτε τόν Ἰησοῦ
τόν ἐσταυρωμένον. Ἀναστήθηκε! Ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἀναπαυόταν ὁ Κύριος”». Ἡ
Θεομήτωρ συνοδευομένη ἀπό τίς ἄλλες Μυροφόρες ἐπέστρεψε καί ἰδού ὁ Ἰησοῦς τίς
συνάντησε λέγοντας «χαίρετε». Ὅμως ἡ
Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐξ αἰτίας τῆς ἀφοσιώσεώς της πρός τόν Κύριο, ἀξιώθηκε νά δεῖ
πρώτη τόν Ἀναστάντα Χριστό μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὅταν μετέβαινε τήν ἑπόμενη
ἡμέρα τῆς ταφῆς, πολύ πρωί, γιά νά ἀλείψει τό σῶμα Του μέ μῦρα. Ὅταν ἔφθασε
στόν Τάφο, τόν βρῆκε κενό καί, ἀφοῦ εἶδε ἐκεῖ κοντά νά κάθεσται νεανίσκος τόν
ὁποῖο ἐξέλαβε ὡς κηπουρό, τόν ρωτοῦσε ποῦ εἶχε θέσει τό σῶμα. Τότε ὁ Ἰησοῦς,
γιατί Αὐτός ἦταν ὁ ἐρωτώμενος, τήν ἀποκάλεσε μέ τό ὄνομά της καί τήν προέτρεψε
νά μεταβεῖ νά ἀναγγείλει τό γεγονός καί στούς ὑπόλοιπους Μαθητές. «Εἰς τό μνῆμα σέ ἐπεζήτησεν, ἐλθοῦσα τῇ μιᾷ
τῶν Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνή· μη εὑροῦσα δέ ὠλοφύρετο, κλαυθμῷ βοῶσα· Οἴμοι!
Σωτήρ μου, πῶς ἐκλάπης πάντων βασιλεῦ; Ζεῦγος δέ ζωηφόρων Ἀγγέλων, ἔνδοθεν τοῦ
μνημείου ἐβόα· Τί κλαίεις, ὦ γῦναι; Κλαίω, φυσίν, ὅτι ᾖραν τόν Κύριόν μου τοῦ
τάφου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτή δέ στραφεῖσα ὀπίσω, ὡς κατεῖδέ σε,
εὐθέως ἐβόα· Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι». Μετά ἀπό
ὅλα αὐτά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔμεινε στά Ἱεροσόλυμα μαζί μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο
καί τίς ἄλλες γυναῖκες. Ὕστερα ἀπό τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στούς Οὐρανούς, ὅπως
διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, συνήθιζαν νά συγκεντρώνονται στό ὑπερῶον
καί νά προσεύχονται μαζί μέ τούς Ἀποστόλους καί ὅλους τούς Μαθητές τοῦ Κυρίου.
«Ὅλοι αὐτοί μέ μία ψυχή καί μέ μία καρδιά
ἀκούραστα προσεύχονταν καί δέονταν στόν Θεό μαζί καί μέ ἄλλες εὐσεβεῖς
γυναῖκες, πού εἶχαν ἀκολουθήσει τόν Κύριο, ὅπως ἐπίσης μαζί μέ τήν Μαρία τήν
μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καί μέ αὐτούς πού θεωροῦνταν ἀδελφοί Του». Ἐκεῖ στά
Ἱεροσόλυμα, ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐπιδόθηκε σέ σπουδαῖο φιλανθρωπικό ἔργο
μαζί μέ τόν Θεοτόκο, μοιράζοντας τά πλούτη της στούς φτωχούς. Ὕστερα ἀπό τήν
ἐποιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Ἀπόστολοι
διασκορπίσθηκαν σέ διάφορους τόπους, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλα τά
ἔθνη καί σέ ὅλους τούς λαούς, ὅπου τούς κατηύθυνε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἡ μακαρία
Μαρία, ὅπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε νά φθάσει στήν Ρώμη, γιά νά ζητήσει
ἀπό τόν Καίσαρα Τιβέριο νά ἀποδώσει δικαιοσύνη γιά τόν ἄδικο σταυρικό θάνατο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκολουθώντας τόν δρόμο καί τήν δράση τῶν Ἀποστόλων, ἀρχίζει
τήν μακρινή ὁδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, ἐμπόδια καί δυσκολίες. Καθ’ ὁδόν
διδάσκει καί κηρύττει. Διηγεῖται καί διακηρύττει τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Καί ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τίς δυσκολίες
πού τῆς ἔτυχαν στήν ὁδοιπορία; καί πόσο πλῆθος προσείλκυσε στήν πίστη διά τῆς
σαγήνης τοῦ Εὐαγγελίου; Αὐτά τά γνωρίζουν καλῶς ὅσοι μελετοῦν μέ σπουδή καί
ἐπιμέλεια τά χρονικά τῆς Ἰταλίας, στά ὁποία σώζονται ἱστορίες ὅτι πολύ
δοξάσθηκε ἡ μακαρία ἀπό τόν Θεό», γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος.
Καί συνεχίζει: «Ἀλλά καί πρός αὐτόν τόν
Καίσαρα Τιβέριο παρουσιάσθηκε καί καλά ἐξετέλεσε τήν ἀποστολή της. Δέν θά πίστευε
ποτέ κανείς ὅτι θά εἶχαν καλύτερο τέλος – ὅσα δηλαδή ἔπρεπε νά πάθουν – αὐτοί
πού σταύρωσαν τόν Χριστό, ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας καί ὁ Πιλᾶτος, καθώς ἱστοροῦν
ἄνθρωποι φιλαληθέστατοι». Ἀφοῦ δικάσθηκαν καί τιμωρήθηκαν οἱ σταυρωτές τοῦ
Κυρίου, ἡ μακαρία Μαρία ἡ Μαγδαληνή κατήχησε τούς πιστούς στή Ρώμη καί τούς
στερέωσε στήν πίστη – συνεχίζει ὁ ἴδιος βιογράφος. Καί ἀφοῦ κήρυξε στή Ρώμη, περιηγήθηκε ὅλη τήν Ἰταλία καί
Γαλλία. Καί ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τήν
Φοινίκη, τήν Συρία καί τήν Παμφυλία. Σέ ὅλες αὐτές τίς χῶρες δίδασκε καί
κήρυττε τό Εὐαγγέλιο καί τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Στά Ἱεροσόλυμα μικρό
διάστημα παρέμεινε μαζί μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὥς τήν Κοίμησή της. Κατά τήν
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Ἁγία Μαρία Μαγδαληνή μετέβη κατόπιν στήν Ἔφεσο,
ὅπου ζοῦσε καί δίδασκε ὁ ἀγαπημένος Μαθητής, ὁ υἱός τῆς βροντῆς, Ἰωάννης. Στήν
Ἔφεσο συναντήθηκε μέ τόν Ἀπόστολο, συμμετεῖχε στό κήρυγμά του καί ἔγινε βοηθός
καί συμπαραστάτης του στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις του, στήν φυλάκιση καί
σέ ὅλα του τά δεινά. Στήν Ἔφεσο, ἡ Ἁγία ὁδήγησε πολλούς στήν πίστη καί στήν
ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Ὁ λαός τῆς Ἐφέσου τήν τίμησε καί τήν εὐλαβήθηκε δεόντως.
Μετά τόν θάνατό της τό πάντιμο καί πάνσεπτο λείψανό της ἐνταφιάσθηκε ὁσιοπρεπῶς
ἀπό τόν Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, σέ ἕνα σπήλαιο κοντά στήν Ἔφεσο, ὡς
πολύτιμος θησαυρός. Κατά τήν ὥρα τῆς ταφῆς, ἐπιτελέσθηκαν πολλά θαύματα, καθώς
καί τούς μετέπειτα χρόνους, μέχρι τῆς σήμερον, ἡ Ἁγία δέν σταμάτησε νά
θαυματουργεῖ. Τό ἔτος 890 μ.Χ., ὁ βασιλεύς Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός (886 – 912 μ.Χ.),
ἔκανε ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου λειψάνου της καί τό μετέφερε ἀπό τήν Ἔφεσο στήν
Κωνσταντινούπολη. Μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο, τό ἔλαβε ἐπάνω στούς ὤμους
του καί τό ἀπέθεσε μέ αὐλάβεια στό ναό πού αὐτός ἔκτισε ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου
καί τετραημέρου φίλου τοῦ Χριστοῦ Λαζάρου στήν Κωνσταντινούπολη. Τό ἅγιο
λείψανο τοποθετήθηκξε μάλιστα στό ἀριστερό μέρος τοῦ ἱεροῦ Βήματος, μέσα σέ
ἀσημένια θήκη. Κατά μία
ἐπικρατοῦσα πολύ ἰσχυρή παράδοση τῆς Ζακύνθου, τόν Χριστό διέδωσε στό νησί ἡ
Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ὁ ἱστοριογράφος Παναγιώτης Χιώτης, ἐπικαλούμενος
«παράδοσιν ἀπηρχαιωμένην» ὑποστηρίζει, ὅτι «ἡ
Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ Τιβερίου, πορευομένη εἰς Ρώμην, ὅπως
κατηγορήσῃ τόν ἀδίκως καταδικασθέντα τόν Ἰησοπυν, Πιλᾶτον, διαβαίνουσα τό
Ἰόνιον πέλαγος, ἐξῆλθεν εἰς τήν νῆσον Ζάκυνθον, καί αὕτη πρώτη ἐκήρυξε τόν
Χριστιανισμόν μεταβᾶσα καί εἰς τά περίχωρα. Διό συνοικία τις κατά μετωνυμίαν
τῆς Ἁγίας Μαρίας ἐκλήθη Μαριαί, ἐν ᾗ διατηρεῖται ναός ὁμώνυμος». Ὁ
ἱστοριοδύφης Λεωνίδας Χ. Ζώης μάλιστα ὑποσημειώνει στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς
Ζακύνθου», ὅτι «Καί εἰς τόν αἰγιαλόν τῆς
Καμάργης ὑπάρχει μικρά κώμη καλουμένη “Ἅγιαι Μαρίαι τῆς θαλάσσης”. Κατά τινα
παράδοσιν, αἱ δύο Μαρίαι, ἡ τοῦ Ἰακώβου καί ἡ Μαγδαληνή, ἐκδιωχθεῖσαι ὑπό τῶν
ἐθνικῶν ἀπό τήν Ἀντιόχειαν, ὅπου διέτριβον, ἠναγκάσθησαν νά ἐπιβιβασθοῦν εἰς
πλοῖον καί νά παραδοθοῦν είς τήν τύχην τῶν κυμάτων, ἐρρίφθησαν δέ εἰς τήν ἅνω
κώμην, ἔκτοτε κληθεῖσαν “Ἅγιαι Μαρίαι τῆς θαλάσσης”, ὅπου πρός τιμήν των ἱδρύθη
βωμός». Ἔτσι, στήν κώμη τῶν Μαριῶν γίνεται κάθε χρόνο κατανυκτική πανύγηρη,
γιά νά τιμηθοῦν οἱ εὐαγγελίστριες τοῦ νησιοῦ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία τοῦ
Κλωπᾶ. Ὁ ἐκεῖ ναός, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται ἀπό τά τέλη τοῦ 15ου
αἰῶνος μ.Χ., γνώρισε ἀλλεπάλληλες αρχιτεκτονικές φάσεις λόγῳ τῶν καταστρεπτικῶν
σεισμῶν. Ἡ ἱερά
χεῖρα τῆς Μυροφόρου καί Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς φυλάσσεται μέ
εὐλάβεια στήν ἱερά Μονή τῆς Σιμωνόπετρας στό Ἁγιώνυμον Ὄρος τοῦ Ἄθω, θαύματα
βρύουσα καί χάριτας ἀμάτων πηγάζουσα ὡς ποταμός ἀέναος. Μάρτυρας
τῆς θαυματουργοῦ παρουσίας τῆς Ἁγίας Μαγδαληνῆς ὑπῆρξε, μεταξύ ἄλλων, καί ὁ
μεγάλος μας ποιητής Ἄγγελος Σικελιανός. «Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, τοῦ
πόθου μέγα ἀστέρι· σέ μοναστήρι ἀνέβασες κ’
ἐμένανε πιστό, γιά νά φιλήσω λείψανο τό
ἀτίμητό Σου χέρι· κι ἦταν ἀκόμα, ὡς πίθωσα τά
χείλια μου, ζεστό!». Οἱ στίχοι
αὐτοί εἶναι ἐμπνευσμένοι ἀπό μία μοναδική ἐμπειρία στήν ἐπίσκεψη πού
πραγματοποίησε ὁ Σικελιανός στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν γύρω στά τριάντα του χρόνια
βρισκόταν σέ μιά περίοδο ἔντονης άναζήτησης. Το Νοέμβριο τοῦ 1914, λοιπόν, ὁ
νεαρός τότε ποιητής πῆγε στό Περιβόλι τῆς Παναγίας ἀναζητώντας στό Ἀθωνίτικο
προσκήνυμα τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Μαζί του εἶχε τόν Νίκο Καζαντζάκη. Σαράντα
ἡμέρες περιπλανήθηκαν ὡς προσκηνυτές στά μονοπάτια τοῦ Ἄθωνος καί ἐπισκέφθηκαν
τά μοναστήρια καί τίς Σκῆτες του. Ἀγρύπνησαν, ἔγιναν μάρτυρες τῆς καρδιακῆς
ἔκστασης, ἀφήνοντας καί οἱ δύο καί γραπτῶς τίς ἔντονες ἐντυπώσεις ἀπό τήν
πνευματική αὐτή περιπλάνησή τους. Ἀνάμεσα στά μοναστήρια πού ἐπισκέφθηκαν τότε
ἦταν καί ἡ Σιμωνόπετρα. Ἀνέβηκαν ἀπό τό μονοπάτι τοῦ ἀρσανᾶ. Ὅταν ἔφθασαν στό
μοναστήρι, ὁ Σικελιανός βίωσε μία πρωτόγνωρη ἐμπειρία, πού χαράχθηκε πολύ βαθιά
μέσα του: Ὅταν ἀσπάσθηκε τό ἄφθαρτο χέρι τῆς Ἁγίας Μαγδαληνῆς, τό αἰσθάνθηκε
θερμό! Ἡ κατάπληξή του ἦταν τόσο μεγάλη, πού ἀσπάσθηκε τό ἅγιο χέρι τρεῖς
φορές! Στήν συνέχεια ὁ Ἄγγελος Σικελιανός ἀποτύπωσε τήν συγκλονιστική αὐτή
ἐμπειρία σέ στίχους. Ἔτσι, μετά ἀπό τήν θέρμη τῆς τιμίας χειρός τῆς Ἁγίας
Μαγδαληνῆς, βίωσε ὁ μεγάλος ποιητής τήν ἀγάπη της γιά τόν Χριστό. Λίγους μῆνες
μετά, τήν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1915, θά γράψει στό ἡμερολόγιό του
ἀναπολώντας αὐτή τήν θαυμαστή στιγμή: Στῆς Σιμωνόπετρας Τό ἔβγα μας στόν ἀρσανά.
Θάλασσα· ὁ ἀφρός φαίνεται ἄξαφνα
ζεστός, σά νά καίει μιά ἀγαλλίαση ζωῆς. Καί θυμοῦμαι ἄξαφνα τό
ζεστό χέρι τῆς Μαγδαληνῆς, στή Σιμωνόπετρα. Ὁ ἀνήφορος στή Σιμωνόπετρα. Ἡ δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει
ἀπίστευτα· δαφνοπόταμος. Δίπλα τρέχει λαγκαδιά πού
τά ξερόδεντρα τυλίγουν ἄφθονα οἱ κισσοί. Τό κῦμα ἀκούεται κάτου, κι
ἀπάνου τό νερό. Δάσος δαφνῶν βαΐα. Ἀπάνου καλεῖ ἕνα σήμαντρο
χαρούμενο, τρεμάμενο σά γεράκι πού ζυγιάζεται στό γκρεμό καί φέρνει κύκλους. Μη τόν ξεχνᾶς αὐτόν τόν
δρόμο· τή θεία θέρμη τῆς Μαγδαληνῆς. Ὅλο τό σῶμα νικητήριο μέσ’
ἀπ’ τά ἅγια.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τόν
τάφον σου Σωτήρ. Χριστῷ τῷ
δι’ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνή Μαγδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τά
δικαιώματα, καί τούς νόμους φυλάττουσα· ὅθεν σήμερον, τήν παναγίαν σου μνήμην,
ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τήν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ
ὑψωθεῖς. Ὁ
ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμῳ, μετά σαρκός ἐπιφοιτήσας Μαρία, σέ ἀληθή μαθήτριαν
προσήκατο, ὅλην σου τήν ἔφεσιν, πρός αὐτόν κεκτημένην· ὅθεν καί ἰάματα,
ἐπετέλεσας πλεῖστα· καί μεταστᾶσα νῦν ἐν οὐρανοῖς, ὑπέρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.
Μεγαλυνάριον. Τάφῳ
προσελθοῦσα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦτον ἐθεάσω, ἀναστάντα ἐκ τῶν νεκρῶν. Ὅθεν Ἀποστόλοις,
Μαγδαληνή Μαρία, χαρᾶς εὐηγγελίσω τά εὐαγγέλια.
|