Ὁ Ὅσιος Πούπλιος καταγόταν ἀπὸ βουλευτικὸ τάγμα. Πατρίδα του ἦταν ἡ πόλη Ζεῦγμα, ποὺ ἦταν κτισμένη κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε σὲ ἕνα ψηλὸ ὄρος, τὸ ὁποῖο δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπὸ τριάντα στάδια καὶ ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελί. Ὅλη του τὴν περιουσία, ποὺ εἶχε ἀπὸ πατρικὴ κληρονομιά, τὴν μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καὶ ἀρετῆς. Ἐπειδὴ ἡ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοὶ κοντὰ του νὰ ἀγωνισθοῦν μαζί του καὶ νὰ γίνουν μαθητές του. Σὲ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κτίσουν μικρὰ κελιὰ καὶ τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιὰ νὰ διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στὰ κελιά τους κάτι πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀπόλυτα ἀνάγκη.
Καὶ πραγματικά, ζύγιζε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄρτο καί, στὴν περίπτωση ποὺ ἔβρισκε σὲ κάποιον ἀσκητὴ ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισσότερος ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο, τὸν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καὶ ὑπερβολικὰ φιλόσαρκο. Καὶ ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητὴς εἶχε χωρίσει τὸ ἀλεύρι ἀπὸ τὰ πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν τροφή. Ἀλλὰ καὶ τὴν νύκτα πήγαινε ξαφνικὰ στὴν πόρτα καθενὸς ἀσκητὴ καί, ἂν τοὺς εὕρισκε νὰ προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά. Ἂν ὅμως εὕρισκε κάποιον νὰ κοιμᾶται, τοῦ κτυποῦσε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐπέπληττε.
Ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου, ἦταν ὁ Θεότεκνος καὶ ὁ Ἀφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀνέλαβαν τὴν προστασία καὶ ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς κατὰ Χριστὸν ἀσκήσεως, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
|