Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα τὸ ἔτος 1800 καὶ ὀνομαζόταν Ἀθανάσιος. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν μετέβη στὶς Κυδωνὶες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ὀνομαστικὴ σχολὴ τῆς πόλεως ἔχοντας ὡς σχολάρχη τὸν περίφημο διδάσκαλο ἱερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς φοιτήσεώς του συνδέθηκε μὲ τὸν πνευματικὸ Γέροντα Δανιὴλ ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀνομαστοὺς πνευματικοὺς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του.
Τὸ ἔτος 1815 ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρὰ τὶς ἀντιδράσεις του, καθὼς δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο καὶ μετὰ ἀπὸ ἑξαετῆ παραμονὴ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε καὶ πάλι μὲ τὸν Γέροντά του, στὴ μονὴ Πεντέλης στὴν Ἀθήνα. Ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν, γιατί ἄρχισε ἡ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων. Στὴ συνέχεια μετέβησαν στὶς Κυκλάδες, ὅπου ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε τὸ 1817 Πρεσβύτερος.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔδρασε κυρίως στὴν Πάρο καὶ τὴ Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε ἀπὸ τὸ 1829 μέχρι τὸ 1840.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντά του Δανιήλ, ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Λογγοβάρδας τῆς Πάρου. Κοιμόταν καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα καὶ συνεχῶς ἀγρυπνοῦσε, προσευχόμενος γιὰ τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Βασική του τροφὴ ἦταν ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος θεωροῦσε τὴ μικρή του βιβλιοθήκη ὡς κῆπο τερπνότατο καὶ ὡραιότατο μὲ ἀγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη ἀπὸ εὔχυμους καρπούς.
Ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τοὺς πάντες χωρὶς διακρίσεις. Περισσότερο ὅμως ἀγαποῦσε τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους διακονοῦσε μὲ μεγάλη προθυμία.
Ὅταν τὸ 1861, κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, εὐσεβὴς ἱερομόναχος Ἠλίας, οἱ πατέρες ἐξέλεξαν ἡγούμενο καὶ προϊστάμενό τους τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος τοὺς ποίμανε μὲ θεοφιλὴ καὶ θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια ἀργότερα παραιτήθηκε, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ ἀπερίσπαστα μὲ τὸ ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1877. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1938 καὶ ἑορτάζεται στὶς 10 Αὐγούστου. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πάρου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ἠπείρου τὴν
δόξαν καὶ τῆς Πάρου τὸ καύχημα, τῆς μονῆς τοῦ Δάσους προστάτην, σὲ τιμῶμεν
Ἀρσένιε, ὡς ἄγγελος γὰρ ὤφθης ἐπὶ τῆς γῆς, ἀσκήσει οὐρανίων ἀρετῶν, διὰ τοῦτο
ἐδοξάσθης παρὰ Θεοῦ, θαυμάτων πάτερ χάρισι· δόξα τῷ δὲ δοξάσαντι
Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν
πρέσβυν ἀκοίμητον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος
α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὁσίων τὴν ἄσκησιν δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐνθέως ἐζήλωσας ἐν τοῖς ἐσχάτοις
καιροῖς, Ἀρσένιε ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν νήσῳ Πάρῳ, ἰσαγγέλως ἀσκήσας, εἴληφας
οὐρανόθεν, τῶν θαυμάτων τὴν χάριν, παρέχων τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν ὁσίων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον, καὶ τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον
θεράποντα, ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε, ἀλλ’ ὡς ἔμπλεως χαρίτων τῶν τοῦ
Πνεύματος, δίδου πάντοτε τὴν χάριν σου τὴν ἄφθονον, τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις
πάτερ Ἀρσένιε.
|