Ἡ Ἁγία
Χριστίνα καταγόταν ἀπό τήν πόλη Τῦρο τῆς Φοινίκης καί ἦταν θυγατέρα τοῦ
στρατηγοῦ Οὐρβανοῦ. Ὁ πατέρας της τήν ἔκλεισε σέ πύργο μέ χρυσᾶ καί ἀργυρᾶ
εἴδωλα, γιά νά λατρεύει αὐτά. Ἐκείνη, ὅμως, τά συνέτριψε καί τά διαμοίρασε
στούς φτωχούς. Μόλις τό ἔμαθε ὁ πατέρας της τήν ἔκλεισε στήν φυλακή, κατόπιν
τήν ἔριξε στήν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τό ἅγιο Βάπτισμα ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο,
Ἄγγελος δέ τήν ἔβγαλε στήν στεριά. Στήν συνέχεια ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Μετά
τόν θάνατο τοῦ πατέρα της, οἱ ἄρχοντες Δίων καί Ἰουλιανός συνέχισαν τά φρικτά
βασανιστήρια στήν φυλακή. Ἐκείνη μέ τήν πίστη της στόν Θεό εἵλκυσε στήν
Ἐκκλησία τρεῖς χιλιάδες ἀνθρώπους. Τά μαρτύρια τά ὁποῖα ὑπέστη ἀπό τόν Ἰουλιανό
ἦταν φρικωδέστερα. Ἔδωσε ἐντολή καί τῆς περιέκοψαν τούς μαστούς καί τήν γλῶσσα.
Μετά τό φρικτό αὐτό μαρτύριο οἱ στρατιῶτες λόγχευσαν τίς πλευρές καί τήν καρδιά
τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία παρέδωσε τήν μακαρία ψυχή της στόν Θεό, ἐπί Σεβήρου
αὐτοκράτορος (193 – 211 μ.Χ.), καί ἔλαβε τό ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας. Τό
τίμιο λείψανό της, ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό τούς συγγενεῖς της, μεταφέρθηκε καί
ἐνταφιάσθηκε εὐλαβικά στήν Πάνορμο. Ἡ Σύναξη αὐτῆς «ἐτελεῖτο ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτῆς μαρτυρίῳ ἐν τῷ νέῳ παλατίῳ καί ἐν Νύμφαις
ταῖς Μεγάλαις καί ἐν τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος πλησίον τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
τῆς ἀρχαίας καί νέας». Τό ἄφθορο
λείψανο τῆς Μεγαλομάρτυρος Χριστίνης φυλάσσεται σήμερα στόν φραγκισκανικό ναό
τοῦ S. Francesco della Vigna Βενετίας (Ἁγίου Φραγκίσκου
τῆς Ἀμπέλου), ἐπάνω σέ μία ἁγία Τράπεζα στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ βορείου
βραχίονος τοῦ ἐγκάρσιου κλίτους, σέ μία ὑάλινη λάρνακα Κωνσταντινουπολίτικης
προελεύσεως. Τό ἑρό λείψανο τῆς Ἁγίας πρέπει νά ἀφαίρεσαν οἱ Βενετοί ἀπό κάποιο
μοναστήρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν
Πρόδρομο, πού τό μετέφεραν κατόπιν, τό ἔτος 1252 μ.Χ., στήν μονή τοῦ Ἁγίου
Μάρκου Ammiana στό Torcello. Στήν συνέχεια, τό ἔτος
1340 μ.Χ., μετακομίσθηκε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ματθαίου τοῦ Murano, ὅπου παρέμεινε μέχρι τό
1435 μ.Χ., ὅταν ὁ Βενετός Πάπας Εὐγένιος ὁ Δ’ ἐπέτρεψε τήν μετακομιδή στό ναό
τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Torcello. Ἐδῶ παρέμεινε ὡς τό ἔτος 1793 μ.Χ., ὅταν πέρασε
στή μονή τῆς Ἁγίας Ἰουστίνης Βενετίας. Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1810, τόν καιρό
των καταργήσεων διαφόρων μονῶν, ἐπέστρεψε καί πάλι στό ναό τοῦ S. Francesco della Vigna (Ἁγίου Φραγκίσκου). Γνωρίζουμε,
ὅμως, ὅτι τό ἱερό λείψανο πού ἀποδίδεται στήν Ἁγία φυλασσόταν στήν
Κωνσταντινούπολη στό ναό πού ἦταν ἀφιερωμένος σ’ ἐκείνη στό ἐσωτερικό, ἤ
τουλάχιστον στήν γειτονιά, τοῦ αὐτοκρατορικοῦ παλατιοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ
ἀνώνυμος Ἄγγλος ταξιδιώτης τοῦ 1190 μ.Χ.. Ἀπό ἐδῶ προφανῶς αὐτό ἔφθασε στήν
Βενετία, ἀνάμεσα στά ἱερά λάφυρα τῆς φραγκοκρατίας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τόν
συνάναρχον Λόγον. Τοῦ
πατρός σου τήν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τήν θείαν ἔλλαμψιν,
καί νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος· ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καί καθεῖλες
τόν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καί νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς. Φωτοειδής
περιστερά άνεδείχθης, πτέρυγας ἔχουσα χρυσᾶς, καί εἰς ὕψος, τῶν οὐρανῶν
κατέπαυσας Χριστίνα σεμνή· ὅθεν σου τήν ἔνδοξον, ἑορτήν ἐκτελοῦμεν, πόθῳ
προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τήν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πᾶσιν ἀληθῶς, ἴαμα
θεῖον, ψυχῆς τε καί σώματος.
Μεγαλυνάριον. Κάλλει
διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τό κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σύ γάρ ὦ
Χριστίνα, τήν πλάνην ἐβδελύξω, καί ὑπέρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.
|