Ἡ Ἁγία Πουλχερία ἦταν θυγατέρα τῶν βασιλέων Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Εὐδοκίας καὶ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Τὸ ἔτος 414 μ.Χ. ἡ Πουλχερία ἀναγορεύθηκε Αὐγοῦστα καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους. Ἦταν εὐσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος καὶ σοφίας.
Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 429 μ.Χ., ὁ Πατριάρχης Νεστόριος (428 – 431 μ.Χ.) παρουσίασε τὴ γνωστὴ αἵρεσή του, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀντιπάλων του τάχθηκε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας († 18 Ἰανουαρίου καὶ 9 Ἰουνίου). Καὶ ὁ μὲν Θεοδόσιος, ἔχοντας ἤδη ἀναλάβει τὴν βασιλικὴ ἀρχή, ὑποστήριζε τὸν αἱρεσιάρχη Νεστόριο, ὠθούμενος ἀπὸ τὸν Χρυσάφιο, ἡ δὲ Πουλχερία ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν ἀδελφό της νὰ συγκαλέσει τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 431 μ.Χ. καὶ καταδίκασε τοὺς αἱρετικούς.
Ἡ Ἁγία νυμφεύθηκε τὸν Μαρκιανό, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θρᾴκη καὶ στὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο Β’. Ὡστόσο ἡ πολιτικὴ κατάσταση ἦταν ταραγμένη. Εἶχε ἤδη γίνει στὸ προηγούμενο ἔτος ἡ λῃστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἐξόρισε τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Φλαβιανὸ († 16 Φεβρουαρίου) καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μαστιζόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς. Οἱ δυὸ εὐσεβεῖς βασιλεῖς συγκάλεσαν τότε στὴ Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ., τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ Διόσκουρου.
Ἡ Ἁγία Πουλχερία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς τὸ ἔτος 457 μ.Χ.
|