Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Πάνορμο τῆς Σικελίας. Ἡ μητέρα του ἦταν αἰχμάλωτη Ὀρθόδοξη Χριστιανὴ στὸ παλάτι τοῦ τοπικοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος, ποὺ τὴν εἶχε ὡς σύζυγό του καὶ ὀνομαζόταν Καλλίστη.
Ὁ Ὅσιος μεγάλωνε σύμφωνα μὲ τὰ ἤθη τῶν Σαρακηνῶν. Μόνο ἡ μητέρα του τοῦ μιλοῦσε μυστικὰ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, τοῦ φανέρωσε τὴν ἀληθινή του πατρίδα, τὴν Καλαβρία καὶ τὸν προέτρεψε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος. Στὴ συνέχεια ἡ εὐλαβὴς Καλλίστη ἀσπάσθηκε τὸ παιδί της καὶ τοῦ ἐπέδωσε τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν ὁποῖο φύλασσε κρυφὰ καὶ ἦταν ἡ μόνη της παρηγοριὰ στὶς θλίψεις τῆς ὁμηρίας. Ὁ Ὅσιος διέφυγε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν καταδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἀποβιβάσθηκε στὴν ἀκτὴ τοῦ Στύλου, ὅπου καὶ βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομά του. Στὴ συνέχεια ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.
Ὁ Ἰωάννης πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, προσκυνοῦσε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ζητοῦσε ἐξηγήσεις γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες ποὺ ἔβλεπε. Βλέποντας δίπλα στὸν Χριστὸ τὸν Ἅγιο Προφήτη καὶ Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ἐρώτησε: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἅγιος ποὺ εἶναι ντυμένος μὲ δέρμα καμήλας;». Τοῦ ἀπάντησαν: «Εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης ποὺ ἔζησε στὴν ἔρημο καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βάπτισε τὸν Χριστό μας στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη. Νὰ τὸν μιμηθεῖς, γιατί ἔχεις τὸ ὄνομά του». Ἀκούγοντας τὸν βίο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὁ Ἰωάννης γέμισε ὅλος ἀπὸ θεῖο πόθο καὶ παρακάλεσε τὸν Ἐπίσκοπο νὰ τοῦ δείξει ἕναν ἐρημικὸ τόπο ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὴν ψυχή του. Ἐκεῖνος τότε τοῦ ὑπέδειξε ἕνα ἀρχαιότατο μοναστήρι σὲ μία δασώδη κοιλάδα, ἀνάμεσα στοὺς ποταμοὺς Ἄσση καὶ Στύλαρο. Αὐτὸς πῆγε ἐκεῖ καὶ βρῆκε δύο Ἁγίους μοναχούς, τὸν Ἀμβρόσιο καὶ τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνοι στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀρνητικοὶ καὶ τὸν ἄφησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, μέχρι πού, θαυμάζοντας τὴν σταθερότητά του καὶ τὴν ἐπιμονή του, τὸν δέχθηκαν κοντά τους, γιὰ νὰ ἀρχίσει τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ νὰ φθάσει σὲ ὕψη ἁγιότητος.
Κάποτε στὸ Ροβιάνο, ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Μοναστεράτσε, ἦταν ἕνας εὐεργέτης ποὺ κάθε χρόνο, μετὰ τὸ θερισμό, ἔδινε λίγο στὸ μοναστήρι. Τὸν μῆνα Ἰούνιο ὁ Ἰωάννης πῆγε νὰ τὸν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του καὶ ἕνα μικρὸ παγοῦρι κρασί. Καθὼς διάβαινε ἀνάμεσα στὰ χωράφια, οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν περιπαίζουν, ἀλλὰ ὁ πρᾶος Ἰωάννης τοὺς πλησίασε καὶ ἔδωσε σὲ ὅλους νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε. Ὅλοι ἔτρωγαν τὸ ψωμὶ καὶ ἔπιναν κρασί, ἀλλὰ τὸ ψωμὶ δὲν τελείωνε, οὔτε ἄδειαζε τὸ παγοῦρι. Μόλις τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Ὅσιος γονατιστὸς εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὅταν ξαφνικὰ σκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῷ ἦταν μεσημέρι καὶ μία μπόρα ἔπεσε στὸν κάμπο. Οἱ θεριστὲς ἔτρεξαν νὰ προστατευθοῦν. Μόνο ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις κόπασε ἡ βροχή, γύρισαν οἱ θεριστὲς γιὰ τὴν δουλειά τους καὶ βρῆκαν θερισμένα ὅλα τὰ στάχυα, δεμένα στὴν σειρὰ δεμάτια καὶ στεγνά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Θεριστής.
Ὁ Ὅσιος προεῖπε τὴν κοίμησή του, τὸ δὲ τίμιο λείψανο αὐτοῦ κατέστη πηγὴ θαυμάτων καὶ ἰάσεων παντοδαπῶν, ὥστε καὶ αὐτοὶ οἱ Φράγκοι κατακτητές, ἀνήγειραν μετὰ τοῦ πιστοῦ Ὀρθόδοξου λαοῦ μεγαλοπρεπὴ ναὸ πρὸς τιμήν του. Ἀπὸ τότε, ὅμως, ἄρχισε ὁ ἐκλατινισμὸς τῆς περιοχῆς καὶ ἔτσι οἱ τελευταῖοι Λατῖνοι μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν τὴ μονὴ καὶ μετέβησαν στὸν Στῦλο φέρνοντας ἐκεῖ μαζί τους, ὅπου καὶ σῴζονται μέχρι σήμερα, τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου καὶ τῶν Ἁγίων Ἀμβροσίου καὶ Νικολάου, τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.
Ἡ ἱστορία δὲν διέσωσε τὴν ἀκριβὴ ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀναπαύθηκε στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ παράδοση θέλει τὴν ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου αὐτὴ τὴν ἡμέρα, μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς εὑρέσεως τῆς Τιμίας κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας πρόδρομος τῆς σωτηρίας, ἕνας νέος πρόδρομος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
|