Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀνανίας γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, Θεοφίλης, ἦταν συγγενὴς τῶν Λαμπαρδαίων καὶ ἡ μητέρα του, θυγατέρα τοῦ ἐκ Βυζικίου τῆς Γορτυνίας, Συντύχου.
Ὁ Ἅγιος σπούδασε στὴ σχολὴ τῆς Δημητσάνης καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του. Τὸν Φεβρουάριο τοῦ ἔτους 1750 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας καὶ συνέγραψε, τὸ 1755, εἰδικὴ πραγματεία περὶ Σπάρτης καὶ τῶν Μητροπολιτῶν αὐτῆς.
Διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὶς ὑψηλὲς γνώσεις, τὸ σταθερὸ καὶ ἀκλόνητο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, γιὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία του. Στοὺς μὲν Ἕλληνες προξενοῦσε ἀπαραδειγμάτιστο σέβας, στοὺς δὲ Τούρκους τρόμο καὶ ἔκπληξη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναδείχθηκε πρόεδρος ὅλων τῶν προεστώτων τοῦ Μοριᾶ, ἔχοντας συναδέλφους τὸν Γιαννάκη Κρεββατᾶ, τὸν Παν. Ζαΐμη καὶ τὸν Παν. Μπενάκη. Ὅλοι τους ἐνίσχυαν τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο καὶ ὑπεράσπιζαν τοὺς κατὰ τόπους ἀρματολούς.
Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Μιχαὴλ Οἰκονόμου, ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὅταν προάχθηκε σὲ Μητροπολίτη, διατήρησε καὶ τὴν Ἐπισκοπὴ Δημητσάνης καὶ αὐτὴν τῆς Μεθώνης, στὴν ὁποία ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὁ συγγενής του Ἄνθιμος Καράκαλος καὶ ἀναδείχθηκε φιλελεύθερος, μεγαλεπήβολος καὶ τολμηρός.
Κατὰ τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι καὶ μέρος τοῦ φθινοπώρου διέμενε στὴ Δημητσάνα, ὅπου ἔχτισε ὑδραγωγεῖο, παγίωσε τοὺς ἐτήσιους φόρους τῆς περίφημης σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀνοικοδόμησε στὸ Μιστρᾶ, μεγαλοπρεπὴ Μητρόπολη.
Ὅμως ἡ ἰσχὺς τοῦ Ἁγίου ἦταν πέρα τῶν ὁρίων τῆς Πελοποννήσου, διότι εἶχε ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων, κατεῖχε δὲ τότε τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο ὁ ἐκ Δημητσάνης Πατριάρχης Κύριλλος Ε’ ὁ Καράκαλος, φιλορῶσος καὶ ἐχθρὸς τῶν Λατίνων. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κύριλλος ὁ Ε’ ἐξορίσθηκε, ἦλθε ἀπὸ τὸ Σινᾶ στὴ Δημητσάνα καὶ ἐκεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀνανία εὐαγγελιζόταν τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ ἵδρυε σχολεῖα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1762 ὁ Ἅγιος ἀπεστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ παραστεῖ στὸν μέγα βεζίρη καὶ νὰ περιγράψει τὶς συμφορὲς τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ διατηρηθεῖ ὁ τότε Μώρα – Βαλεσῆς ὡς προστάτης τῶν Χριστιανῶν. Ὁ διάδοχος ὅμως ἐκείνου, ὁ Χαμουζῆ πασᾶς, ἀφοῦ κάλεσε στὴν Τρίπολη τοὺς τρεῖς προεστοὺς καὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, τοὺς ἀποκεφάλισε. Σεβάστηκε μόνο τὸν Ἅγιο, ποὺ ἦταν πανίσχυρος. Ἐκείνη τὴν περίοδο μὲ πρωτοβουλία τοῦ Ἁγίου χτίστηκε καὶ μεγάλο κτήριο γιὰ τὴν σχολὴ τῆς Δημητσάνης, στὸ ὁποῖο διέμεναν οἱ ἄποροι μαθητὲς ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ ἀπὸ ὅλη τὴν Πελοπόννησο.
Τότε ἄρχισαν νὰ κατέρχονται στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀπόστολοι τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης καὶ μάλιστα ὁ φίλος τοῦ Ὀρλὼφ Παπάζωλης, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 1766 ἦλθε καὶ στὴ Μάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἐξεγείρει πρώτη τὴν Πελοπόννησο. Στὴν περίφημη συνέλευση, ποὺ ἔγινε στὴν Καλαμάτα, κλήθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνανίας. Μὲ τὴν εὐλογία του καταρτίσθηκε τὸ λεγόμενο «συνυποσχετικόν» τῶν Πελοποννησίων, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὴν αὐτοκράτειρα ὁ Παπάζωλης.
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας, μετὰ ἀπὸ αὐτά, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς καπεταναίους καὶ ἀρματολοὺς τῆς Πελοποννήσου καὶ τῆς Μάνης, καθὼς καὶ μὲ τοὺς προύχοντες καὶ Ἀρχιερεῖς τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν τριῶν νησιῶν Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδος. Μὲ φροντίδα δὲ καὶ δαπάνη τοῦ Ἁγίου ἱδρύθηκαν στὴ Δημητσάνα καὶ δύο πυριτιδόμυλοι.
Ἡ κίνηση αὐτὴ προδόθηκε στὸν Μώρα – Βαλεσῆ, στὸν ὁποῖον καταγγέλθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος συμμαχεῖ μὲ τὴ Ρωσία γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τῆς Τουρκίας. Πολλοὶ πρότειναν τότε στὸν Ἅγιο τὴν ἔνοπλη ἀντίσταση, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντιπρότεινε νὰ πέσει μόνο ὁ ἴδιος θύμα, γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ Τοῦρκοι τὸ σχεδιαζόμενο κίνημα. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἀμέσως δέχθηκε τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν. Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας γονάτισε καὶ μὲ ἀπίστευτη προθυμία κάλεσε τὸν δήμιο νὰ τὸν πλήξει. Τὸ αἷμα ποὺ ἀναπήδησε ἀπὸ τὴν πληγωμένη καρδιά του ἔχρισε τὴν παραστάδα τῆς μικρῆς πρὸς δυσμὰς θύρας τῆς Μητροπόλεως Μιστρᾶ. Οἱ Τοῦρκοι ἔσυραν κατόπιν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα στοὺς δρόμους καὶ τὸ ἄφησαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἄταφο. Μόλις οἱ Τοῦρκοι ἔφυγαν, οἱ Χριστιανοὶ τὸ περισυνέλεξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ μεγαλοπρέπεια.
|