Δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καὶ διάδοχος τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθεὶς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δὲν βρέθηκε βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καὶ ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι’ αὐτὸν τὶς ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου καὶ ἀπὸ διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.
Ὁ Ἰωάννης – Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν υἱὸς τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλέως Ἠπείρου καὶ Μεγάλης Βλαχίας , δηλαδὴ Θεσσαλίας, μὲ ἕδρα τὰ Τρίκαλα, Συμεὼν Οὔρεση Παλαιολόγου (1359 – 1370). Ἡ μητέρα του Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Ἰωάννου Β’ Ὀρσίνη (1323 – 1335) καὶ ἀδελφὴ τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνη.
Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε κατὰ τὸ 1349 – 1350. Ἀπὸ τὴ μητέρα του συγγένευε μὲ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διατήρησε τὸ ἐπώνυμο. Ἡ γιαγιά του, ἡ Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282) ἀπὸ τὸν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ ἐγγονὴ ἀπὸ τὴν μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορος τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε νυμφευθεῖ τὸν παπποὺ τοῦ Ἰωάννου – Ἰωάσαφ, τὸν Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ’ Οὔρεση (1321 – 1331). Ἀκόμη ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ ἕνα νεότερο ἑτεροθαλὴ ἀδελφό, τὸν Στέφανο καὶ μία ἀδελφή, τὴ Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνὴ Δούκαινα Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μὲ τὸν δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς.
Τὸ 1359 – 1360 ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στὴν Καστοριὰ συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σὲ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν. Περὶ τὸ 1370 πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεὼν Οὔρεσης, καὶ ὁ Ἰωάννης τὸν διαδέχθηκε στὴν ἐξουσία. Δὲν κυβέρνησε ὅμως γιὰ πολύ. Σύντομα ἐγκατέλειψε τὰ ἀνώτατα κοσμικὰ ἀξιώματα, ἀνταλλάσοντας τὴν βασιλικὴ πορφύρα μὲ τὸν τρίχινο σάκο τοῦ μοναχοῦ. Ἀρνήθηκε τὸ βασιλικὸ στέμμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τὴν διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στὸν Καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ἔτσι λοιπόν, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1372 καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1373, ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σὲ ἡλικία περίπου εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου δέχθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ μετονομάσθηκε Ἰωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Μετεωρίτη.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, σύμφωνα μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὸ βίο του, ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ καὶ ἔχοντας σύμφωνους τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παραχώρησε κάθε ἐξουσία καὶ δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.
Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὰ ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι μεταναστεύοντας στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει νὰ συνέβη περὶ τὸ 1379 – 1380.
Λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου ξαναγύρισε στὴ μονὴ τοῦ Μετεώρου, ὅπου καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα ὡς διάδοχός του, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ ὁποῖος στὶς τελευταῖες του παραγγελίες καὶ ὑποθῆκες πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς, συμπλήρωσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάσαφ, ποὺ τότε ἀπουσίαζε: «Ἐπειδὴ διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κῦρις Ἰωάσαφ καὶ οὐκ ἐνέμεινε μεθ’ ἡμῶν καθὰ συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψῃ ἐνταῦθα καὶ στέρξῃ τὰ συνταγέντα, ἳνα πολιτεύηται κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ τοῦ κελλιοῦ, ἂς εἶναι, ἐλπίζω γὰρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καὶ ἂς ἄρχῃ γοῦν καὶ ἀποδότε αὐτῷ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν».
Στὰ τέλη τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καὶ στὶς ἀρχὲς Ἰανουαρίου τοῦ 1385 ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὰ οἰκογενειακοὺς λόγους πῆγε στὰ Ἰωάννινα. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας τῆς Ἠπείρου τὴ σύζυγό του καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἰωάσαφ, Μαρία Ἀγγελίνα.
Ἔτσι, κατόπιν προσκλήσεως ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μετέβη στὰ Ἰωάννινα προκειμένου νὰ στηρίξει τὴν ἀδελφή του στὴ διακυβέρνηση τοῦ κράτους.
Μὲ βάση τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς παρέχει ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐπεξέτεινε σὲ μῆκος καὶ σὲ ὕψος καὶ ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τὸν ἀρχικὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος. Στὰ τέλη τοῦ 1393 – ἀρχὲς τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Θεσσαλία καὶ ἡ κατάληψή της ἀπὸ τὸν Σουλτάνο Βαγιαζὶτ Α’. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μαζὶ μὲ τὸν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καὶ τοὺς μοναχοὺς Φιλόθεο καὶ Γεράσιμο κατέφυγαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε ἀδελφότητες καὶ τοῦ παραχωρήθηκαν δύο κελλιά, ἐνῷ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς ἀντάλλαγμα καὶ ἕνας χρυσὸς σταυρός. Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὰ ἔτη 1422 – 1423.
|