Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὄσεβεν, κατὰ κόσμον Ἀλέξιος, γεννήθηκε στὶς 17 Μαρτίου 1427 στὴν περιοχὴ Βυζεοζέρο τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Φωτεινῆς Ὄσεβεν.
Ὁ Ἀλέξιος ἦταν τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ πέντε παιδιὰ καὶ ἦλθε στὸν κόσμο χάρη στὶς διακαεῖς προσευχὲς τῶν γονέων του. Ἡ Παναγία Παρθένος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος τῆς Λευκῆς Λίμνης εἶχαν ἐμφανιστεῖ στὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἂν καὶ ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ μικρότερος υἱός, οἱ γονεῖς του ἤλπιζαν ὅτι αὐτὸς θὰ τοὺς συμπαραστεκόταν στὰ γηρατειά τους. Φθάνοντας στὴν ἐφηβεία ὁ Ἀλέξιος ἔμαθε νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει, προετοιμαζόμενος νὰ γίνει ἕνας πολυμήχανος κτηματίας. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν οἱ γονεῖς του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν παντρέψουν, διαλέγοντας μία πλούσια ὑποψήφια σύζυγο, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος ἀπέσπασε τὴν ὑπόσχεσή τους νὰ πάει νὰ προσευχηθεῖ στὸ μονασήῆρι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρὶν νυμφευθεῖ. Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε.
Ἔχοντας παρατηρήσει τὴν ταπείνωση τοῦ νεαροῦ δόκιμου, ὁ ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Ἀλέξιος ὅμως ἀρνήθηκε, θέλοντας προηγουμένως νὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι ἔζησε ἕξι χρόνια σὲ ὑπακοὴ καὶ σὲ διακονία τῆς μοναστικῆς κοινότητας, μελετώντας τὶς Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν μακρὰ περίοδο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος.
Στὸ μεταξὺ οἱ γονεῖς του εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ τοῦ Βολόσοβο, τριάντα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη Καργκοπόλ, στὰ περίχωρα τοῦ ποταμοῦ Ὀνέγκα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου, Νικηφόρος, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου, εἶχε ἱδρύσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα ἕνα χωριό, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ὀνόμασε Ὄσεβεν.
Ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια νὰ συναντήσει τοὺς γονεῖς του, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ζητήσει τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τους γιὰ τὸν ἀναχωρητικὸ βίο ποὺ ἐπέλεξε. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἄδεια στὸ νεαρὸ μοναχό, ἐπισημαίνοντάς του τοὺς κινδύνους τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει. Φοβόταν πράγματι μήπως ἐκπέσει στὴν ἁμαρτία τῆς ἀλαζονείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπελάμβανε φήμη ἀσκητοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς. Τελικὰ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὴν εὐλογία.
Εὐτυχισμένος ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν υἱό του, ὁ πατέρας του Νικηφόρος τοῦ πρότεινε νὰ ἐγκατασταθεῖ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τὸν βοηθήσει στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονῆς μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος δέχθηκε καὶ ἔστησε σὲ ἕνα τόπο σταυρὸ ὡς σημεῖο ἱδρύσεως τοῦ μελλοντικοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ παραμείνει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ὅμως ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου διακόνησε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν κουζίνα, στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ στὴ χορωδία, ἐνῷ στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος πῆγε στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅτι τρεῖς φορὲς εἶχε ἀκούσει μία μυστηριώδη φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ χτίσει ἕνα μοναστήρι καὶ ὅτι εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ ζήσει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἄφησε νὰ φύγει, ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε μὲ τὶς εἰκόνες τὶς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καθαγίασε τὸν τόπο μὲ τὴν εὐλογία τῶν εἰκόνων, ἄφησε τὸν πατέρα του νὰ ἐπιβλέπει τὶς ἐργασίες οἰκοδομήσεως τοῦ ναοῦ καὶ πῆγε στὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ (1459 – 1470), ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ἡγούμενος τοῦ νέου μοναστηριοῦ.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γειτονικῶν κτημάτων ἦταν πρόθυμοι νὰ δωρίσουν στὸ μοναστήρι ὅλα τὰ ὅμορα κτήματα, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος δέχθηκε μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς κοινότητος. Ὅταν περατώθηκε ὁ ναός, καθαγιάσθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο συγκεντρώθηκε μία κοινότητα μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος εἰσήγαγε αὐστηροὺς κανόνες μοναστικῆς βιοτῆς καὶ πολιτείας, ποὺ συμπεριελάμβαναν ἀπόλυτη ἡσυχία στὸ ναό, στὴν τράπεζα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπαγόρευαν ἐπίσης, νὰ μένει κάποιος στὸ κελλί του δίχως νὰ κάνει τίποτα καὶ καθόριζαν τὴν ἀνάγνωση Ψαλμῶν καὶ τὴ συνεχὴ ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκτελέσεως τῶν διακονημάτων.
«Ἀδελφοί», ἔλεγε συχνὰ ὁ Ὅσιος στοὺς μοναχούς του, «μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τρομάζουν οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κόποι τῆς ἐρήμου. Ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ νὰ εἰσέλθετε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν διέρχεται μέσα ἀπὸ ἀγῶνες. Ἐνισχύσατε τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἀγαπᾶ τοὺς ταπεινούς».
Ὅμως οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες κλόνισαν τὴν ὑγεία τοῦ Ὁσίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἅγιο Κύριλλο, τὸν προστάτη του. Αὐτὸς τοῦ παρουσιάσθηκε μὲ λευκὸ ἔνδυμα καὶ ἀφοῦ τὸν σταύρωσε τοῦ εἶπε: «Μὴ θλίβεσαι ἀδελφέ, ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ γιὰ σένα καὶ ἡ ὑγεία σου θὰ ἀποκατασταθεῖ. Ἀλλὰ μὴν ἀθετεῖς τὴν ὑπόσχεσή σου, μὴν ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστήρι. Ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Ξυπνώντας ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ. Τὸ ἑπόμενο πρωινό, ἔλαβε μέρος στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὸ τέλος διηγήθηκε στὴν κοινότητα τῶν μοναχῶν τὴ θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔζησε ἀκόμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια στὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1479.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου τὸ μοναστήρι ἄρχισε νὰ παρακμάζει, παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος δὲν ἔπαψε νὰ τὸ προστατεύει. Μία ἡμέρα ἕνας ὑπηρέτης τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μᾶρκος, εἶδε στὸν ὕπνο του ἕνα ὅραμα: τὸ μοναστήρι ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Ἕνας στάρετς μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, εὐλογοῦσε μὲ ἕνα σταυρὸ ὅσους ἐργάζονταν σὲ μία κατασκευή. Ἕνας ἄλλος στάρετς μὲ μακριὰ γενειάδα ράντιζε μὲ ἁγιασμὸ καὶ ἕνας τρίτος, μετρίου ἀναστήματος καὶ μὲ μαλλιὰ ἀνοιχτὰ καστανά, θυμιάτιζε. Τοὺς παρακολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἕνας τέταρτος στάρετς νεαρῆς ἡλικίας. Ὁ τρίτος ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ποὺ ἐξήγησε ὅτι οἱ στάρετς ποὺ βοηθοῦσαν, ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἐνῷ ὁ νεαρὸς ποὺ στεκόταν χωριστὰ ἦταν ὁ σκευοφύλακας τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μάξιμος, ποὺ πρὶν λίγο χρονικὸ διάστημα εἶχε γίνει μοναχὸς καὶ ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ προφητεία τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, θὰ γινόταν ἡγούμενος μέχρι τὸ ἔτος 1525 καὶ θὰ καλλιεργοῦσε στὸ μοναστήρι τὴν παλαιά του πνευματικότητα.
|