Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.
Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.
Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα. Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.
Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια. Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δύο γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δύο ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.
Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.
Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δούκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια. Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους. Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του. Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, Νικόλαε παμμάκαρ ἐν Βουνένοις ἐνήθλησας· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι τῇ θείᾳ σου ἀρωγῇ, Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.
|