Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.
Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος μ.Χ., εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.
Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: «Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.
Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.
Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.
Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.
Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου. Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν. Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.
Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου». Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.
|