Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος (κατὰ κόσμον Νικόλαος Παύλοβιτς Τελιάσιν) ἐγεννήθηκε στὴν περιφέρεια τοῦ Ὀστάσκωβ, τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τβέρ, ἀπὸ οἰκογένεια χωρικῶν. Τὸ 1599 κατέφυγε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου τὂ 1601 ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ 1613 ἐχειροτονήθηκε ἱερέας ἀποκτώντας σπουδαία παιδεία, μαθαίνοντας τὴν λατινικὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ σπουδάζοντας ρητορικὴ καὶ φιλοσοφία.
Κατὰ τὰ ἔτη 1614 – 1636, διετέλεσε ἡγούμενος τοῦ ἐρημητηρίου καὶ τὸ ὀργάνωσε μὲ ὑποδειγματικὸ πνευματικὸ τρόπο, ὥστε νὰ γίνει γνωστὸ καὶ θαυμαστὸ πνευματικὸ καταφύγιο σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ πνευματικότητά του καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴ μελέτη. Ἔτσι ὀργάνωσε ὁ ἴδιος μὲ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο τὴν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς μονῆς. Ἀντέγραψε ἔτσι, μὲ προσωπική του χειρόγραφη ἐργασία, τὰ ἔργα τῶν Ὁσίων Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου.
Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς συνδέθηκε μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῶν Ρωμανὼφ καὶ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ τῶν προστατῶν του ἦταν ὁ τσάρος Μιχαὴλ Φεντόροβιτς. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπῆρξε ἄλλωστε καὶ ὁ ἀνάδοχος τοῦ μελλοντικοῦ τσάρου Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν ὑψηλῶν προστατῶν αὐτοῦ, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ὑπὸ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τομπόλσκ τῆς Σιβηρίας. Ἡ χειροτονία του ἐτελέσθηκε τὸ 1636 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάσαφ Α’, στὴ Μόσχα.
Τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐγκαθίσταται στὸ Τομπόλσκ καὶ ἐργάζεται σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς νεοσυσταθείσης Ἐπισκοπῆς του. Ὡς σκληρὸς ἀσκητής, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴν προσευχή, δυσανασχετοῦσε ἀπὸ τὶς συμπεριφορὲς τοῦ ποιμνίου του, λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἐξουσίας, πολλὲς φορὲς ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμπλέξουν στὶς δολοπλοκίες τους. Κουρασμένος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῶν εἰς βάρος του συμπεριφορῶν, τὸ 1637, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν τσάρο νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀποσυρθεῖ. Κατόπιν πολλῶν αἰτήσεῶν του κατάφερε τελικά, τὸ 1639, νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ παραίτητή σου. Ἐλεύθερος, λοιπόν, ἀπὸ τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Στυλίτου, ὅπου καὶ ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλὸς μοναχός, χωρὶς νὰ ἀναλάβει ὀποιαδήποτε διοικητικὴ εὐθύνη, μέχρι τὸ 1647, ὁπότε καὶ ἀνέλαβε ἐκ νέου τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου.
Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, τὴ βοήθεια τοῦ τσάρου καὶ τῶν εὐγενῶν τῆς Μόσχας, ἐβοήθησε ὥστε νὰ διαδοθεῖ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Νεῖλο τὸν Στυλίτη.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1667, καὶ ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία ἐτελέσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ ἄλλους Ἐπισκόπους. Ὁ ἴδιος ὁ τσάρος ἀκολούθησε τὴν ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Νείλου τοῦ Στυλίτου. Τὸ 1984, κατὰ τὴν σύσταση τῆς ἑορτῆς πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ τῶν τιμωμένων Ἁγίων, συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τοῦ ὁποίου ἡ ἱερὴ μνήμη ἑορτάζεται καὶ σήμερα, ἡμέρα τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.
|