Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε, τὸ 1670, στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ, καὶ ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ παλαιὰ εὐγενικὴ ἐκκλησιαστικὴ καταγωγή. Ἐτελείωσε τὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε προστάτης του. Τὸ 1700, ἀνέλαβε διευθυντικὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἔγινε ἀναπληρωτὴς τοῦ ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέπμ, ἱεροκήρυκας τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως, ἐνῷ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς περιοχῆς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς). Στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ ἐδίδασκε ρητορικὴ καὶ διαλεκτική, καλύπτοντας κατὰ διαστήματα τὴ θέση τοῦ διευθυντοῦ, τοῦ οἰκονόμου καὶ τοῦ ἐπόπτου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του οἰκοδομήθηκαν καινούργια κτήρια καὶ ὁ ἴδιος ἐχάρισε στὴ βιβλιοθήκη τῆς σχολῆς πολλὰ βιβλία ἀπὸ τὴν προσωπική του συλλογή.
Τὸ 1705, ἐξέδωσε τὴ συλλογή, ὑπὸ τὸν τίτλο «Καθρέφτης τῆς Θείας Γραφῆς», ποὺ περιεῖχε τὰ κηρύγματα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς), καθὼς καὶ ἕνα ἰδικό του ποιήμα ἀφιερωμένο στὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρος. Τὸ 1709, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ.
Τὸ 1713, μετὰ τὴ μετάθεση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκλέχθηκε Ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴ Μόσχα.
Ὁ νεοχειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος δίδει δείγματα γραφῆς ἑνὸς ἀξιοζήλευτου ποιμένος, ὁ ὁποῖος κηρύσσει συνεχῶς τὸ θεῖο λόγο στοὺς ναοὺς τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὴν εὐλογία του θὰ ἐκδοθεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη καὶ χάρη στὴ βοήθεια συνεργατῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, ποὺ ἐργάζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολή, θὰ τελειώσει τὴ μετάφραση τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρώμης», τοῦ Τίτου Λιβίου, ἡ ὁποία παρέμεινε δυστυχῶς μέχρι σήμερα ἀνέκδοτη.
Ἀπὸ τὸ 1720 μέχρι τὸ 1721 προκαλεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ τσάρου. Τὴν πρώτη φορά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ συνυπογράψει μαζὶ μὲ ἄλλους Ρώσους Ἐπισκόπους τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Κανονισμό. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὸν ὑπέγραψε μόνο κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ κατόπιν ἀπειλῆς τοῦ Μεγάλου Πέτρου.
Τὸ 1721, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Τομπόλσκ. Στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος θὰ ἀφιερωθεῖ μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Παρὰ τὴν ἀδιαφορία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὶς ἐπίμονες ἐκκλήσεις του γιὰ τὴν ἀποστολὴ νέων ἱεραποστόλων, προκειμένου νὰ ἐνισχυθεῖ τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ στὴ Σιβηρία, ὁ Ἅγιος θὰ καταφέρει, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐνισχύσει τὴ δράση τῶν ἱεραποστολικῶν κλιμακίων στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν. Μὲ πολλὲς δυσκολίες ἔστελνε ἱερεῖς στὶς πιο ἀπομακρυσμένες περιοχὲς τῆς Σιβηρίας.
Γιὰ τὴν ἀρτιότερη ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν ἱεραποστόλων, ἀναδιοργάνωσε τὰ προγράμματα σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τομπόλσκ. Ἐπίσης, ἐγκαινίασε στὸ Ἰρκούτσκ μία ρωσομογγολικὴ σχολή. Ἔφερε μαζί του ἱεροψάλτες ἀπὸ τὴν Οὐκρανία καὶ τακτικὰ ἔστελνε μορφωμένους μοναχοὺς στὴ Σιβηρία μὲ σκοπὸ τὸ κήρυγμα, τὴν ἐξάπλωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἑδραίωση τῶν πιστῶν στὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Συχνὰ ἡ ἱεραποστολικὴ δράση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου συναντοῦσε διάφορα ἐμπόδια, ποὺ προκαλοῦσε τὶς περισσότερες μορφὲς ἡ σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ κόσμου.
Ὅταν, τὸ 1727, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἰρκοὺτσκ ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος (Κουλτσίσκι), ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐμοίρασε τὴ Σιβηρία σὲ δύο Ἐπισκοπές, κρατώντας γιὰ τὴν ἰδική του ἕδρα ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα μοναστήρια. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄφησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κλῆρο τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ τοῦ Τομπόλσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Μαρτίου 1740, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τομπόλσκ.
|