Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ἰακώβλεβιτς Ζναμένσκι) ἐγεννήθηκε ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὴν περιοχὴ τοῦ Τὸμσκ τῆς Ρωσίας. Οἱ θεολογικές του σπουδὲς στὸ ἱερατικὸ σεμινάριο τοῦ Τομπόλσκ, κυρίως, ἀφοροῦσαν στὴν ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας ἑβραϊκῆς γλώσσας. Κατὰ συνέπεια μποροῦσε νὰ μελετᾶ μὲ εὐκολία τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, Ὅταν, τὸ 1824, ἐτελείωσε τὶς σπουδές του, ἐνυμφεύθηκε καὶ ἐχειροτονήθηκε ἱερέας στὴν πόλη τῆς Βαρναούλ, καὶ μετατέθηκε διαδοχικὰ στὶς πόλεις Κουργκάν, Τομπὸλσκ καὶ Ἰαλουτορόβσκ. Τὸ 1854, τοποθετήθηκε ἐφημέριος στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ὄμσκ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, ἔξαρχος, ἱεραπόστολος καὶ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν σὲ διάφορα γυμνάσια τῆς πόλεως. Στὸ Ἰαλουτορὸβσκ ἵδρυσε δύο σχολεῖα, στὰ ὁποία ἡ φοίτηση ἦταν δωρεάν. Γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ποὺ ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐπέδειξε κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἔλαβε διάφορες τιμητικὲς διακρίσεις ἀπὸ τὴν πολιτεία καί, τὸ 1839, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ ὀφφίκιο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου.
Ὁ πρεσβύτερος Στέφανος ἦταν ὑποδειγματικὸς κληρικός, ἀγαθὸς λευΐτης, ἁπλοϊκός, ταπεινός, εἰλικρινὴς καὶ ἐζοῦσε βίο ἐγκρατὴ καὶ ἀσκητικό. Συνδύαζε πρακτικότητα καὶ εὐστροφία καὶ ἀπέφευγε συνειδητὰ κάθε εἶδος πλουτισμοῦ, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ σκανδαλίζει τοὺς πιστούς. Ὅταν ἐτελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ εὐλάβεια. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτιζόταν καὶ ἀκτινοβολοῦσε, προκαλώντας ἔτσι αἰσθήματα μεγάλου σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ κληρικούς, καὶ ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός, ἔτσι ὥστε κάθε λειτουργικὴ κίνησή του νὰ γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες του.
Ὄταν ἦταν νέος, ἐκήρυττε ἀδιάκοπα. Ὅταν ὅμως τὰ χρόνια ἐπέρασαν, ὁμιλοῦσε λιγότερο καὶ προτιμοῦσε τὶς διαλέξεις. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἀπέκτησε τὴ φήμη τοῦ λαμπροῦ παιδαγωγοῦ. Οἱ ἐφημαριακές του ὑποχρεώσεις εἶχαν καταπονήσει τὸ σῶμά του, ἐνῷ πολὺ καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του ἔτρωγε μόνο χόρτα. Ὁ νηστευτικός του ἀγώνας ἦταν μεγάλος. Δὲν ἔπινε ποτὲ κρασί, καφὲ καὶ τσάι. Ἦταν πάντοτε ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα ταπεινὰ καὶ φτωχικά. Τὸν ἐλεύθερο χρόνο του ἐντρυφοῦσε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων. Ἐνῷ εἶχε μία μεγάλη οἰκογένεια καὶ τακτικὰ ἀντιμετώπιζε μεγάλα οἰκονομικὰ προβλήματα, δὲν ἐδεχόταν τὶς εἰσφορὲς τῶν ἐνοριτῶν του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἀνάγκες. Τὸ 1877, κλῆρος καὶ λαὸς τοῦ Ὄμσκ ἑόρτασαν τὰ πενήντα χρόνια ἱερωσύνης τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 12 Ἀπριλίου 1877. Τὸ 1984, ὁρίστικε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.
|