Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἰβάνοβιτς Νομπροσέρντωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1809, στὸ χωριὸ Βελτσκόε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἰρκοὺτσκ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ἑνὸς ἀναγνώστου.
Λίγο πρὶν τὸ γάμο τῶν γονέων τοῦ Γεωργίου, ὁ παππούς του εἶδε ἕνα ὅραμα, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυπτε ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη συλληφθεῖ, προοριζόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.
Ὁ Γεώργιος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐδιδάχθηκε τὴν εὐλάβεια ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀγαποῦσε τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἀπὸ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ἐδιάβαζε τὰ ἀναγνώσματα στὴν ἐκκλησία. Τὸ 1818, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰρκούτσκ, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκε τὰ χαρίσματά του, τὸν ἐνέγραψε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο, μετὰ τὸ πέρας τοῦ ὁποίου ὁ Γεώργιος συνέχισε τὶς σπουδές του στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο τῆς πόλεως. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ ἐδοκίμασε νὰ ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς κλίσεώς του ἐθεωρήθηκε ἄρρωστος ψυχικὰ καὶ ἐνοσηλεύθηκε. Βγῆκε ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο μὲ τὴν παρέμβαση κάποιου κυβερνήτου τοῦ Ἰρκούτσκ. Μὲ τὴν πνευματικὴ βοήθεια ἑνὸς ἱερέως τῆς περιοχῆς ἐγκατέλειψε τὴν ἰδέα τῆς ἐρημικῆς ζωῆς καὶ συνέχισε τὶς σπουδὲς στὸ ἱεροδιδασκαλεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπεφοίτησε μὲ «ἄριστα», θεωρούμενος ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους σπουδαστές.
Ὁ Γεώργιος, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ Ἰρκούτσκ, διδάσκει στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ καί, τὸ 1836, νυμφεύεται καὶ χειροτονεῖται ἱερεύς. Διακόνησε στὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στοὺς Χριστιανούς. Τὸ 1841, ἡ σύζυγός του ἀπεβίωσε καὶ ὁ Γεώργιος ἐγκατέλειψε τὸ Ἰρκοὺτσκ καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀποφοίτησε ἀπὸ αὐτήν, τὸ 1845, καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ τελευταίου ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους ἔγινε μοναχός, λαβὼν τὸ ὄνομα Γεράσιμος. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἐδίδαξε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς πόλεως τοῦ Τβέρ, ἀπὸ τὸ 1846 στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Σταυρουπόλεως, στὸ ὁποῖο, τὸ 1849, ἔγινε καὶ διευθυντής. Τὸ ἴδιο ἔτος ἔλαβε καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἀπὸ τὸ 1850 μέχρι τὸ 1855 διετέλεσε διευθυντὴς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Σιμπίρσκ, ἀπὸ τὸ 1855 μέχρι καὶ τὸ 1860 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τοῦ Χάρκωβ· ἀπὸ τὸ 1860 μέχρι τὸ 1863 τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα, καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ντομπρΐυ. Τὸ 1863, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Σταράϊα Ρούσα καὶ Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ 1864, μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Ρεβὲλ καὶ ἔγινε Ἔξαρχος τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1866, ἀνῆλθε στὸ αὐτόνομο θρόνο τῆς Σαμάρα. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ἔκτισε μία ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ γιὰ γυναῖκες καὶ ὀργάνωσε κατηχητικὰ καὶ συνάξεις στὶς ἐνορίες. Τὸ 1877, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀστραχάν.
Χαρακτηριστικὰ τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας του τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἡ ἀφοσίωση στὴν ἀποστολή του καὶ ἡ ἁπλότητα. Παρ’ ὅτι ὑπῆρξε αὐστηρός, ἦταν πάντοτε προσηνὴς καὶ κατόρθωνε πάντοτε νὰ διατηρεῖ εἰρηνικὴ τὴν καρδιά του. Ἡ ζωή του ἐχαρακτηριζόταν ἀπὸ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἐξυπνοῦσε πολὺ ἐνωρὶς τὰ χαράματα καὶ ἀφιέρωνε τὶς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἐλειτουργοῦσε καθημερινά. Ἔτσι ἔζησε ὅλο του τὸ βίο.
Συνέγραψε διάφορα βιβλία θεολογικοῦ, κανονικοῦ καὶ ἁγιογραφικοῦ χαρακτῆρος καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του ἐκδόθηκαν τὸ ἡμερολόγιό του καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολὲς ποὺ εἶχε ἀποστείλει πρὸς διάφορες μοναχές. Ἐκληροδότησε τὴ λιγοστή του περιουσία στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ὅπου καὶ ἐδίδετο μία ὑποτροφία στὸ ὄνομά του.
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 24 Ἰουνίου 1880, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν Καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀστραχάν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.
|