Ὁ Ὅσιος Ἀρέθας τῆς Βερχοτοῦρε (κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος Τυχόνοβιτς Κατάργιν) ἐγεννήθηκε, τὸ 1856, σὲ μία πολυάριθμη οἰκογένεια ἑνὸς χωρικοῦ τοῦ Ὀρλώφ. Μετὰ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, σὲ νεανικὴ ἡλικία, εἰσῆλθε στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Βαλαάμ, ὅπου τὸ 1893 ἔγινε μοναχός. Τὸ ἴδιο ἔτος ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰὼβ ἀνέλαβε καθήκοντα ἡγουμένου στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Βερχοτοῦρε. Γνωρίζοντας τὸν Ὅσιο Ἀρέθα ὡς λαμπρὸ παράδειγμα ἀσκητικοῦ μοναχοῦ, ἀφιερωμένου στὴν προσευχή, τὸν καλεῖ στὸ μοναστήρι του. Τὸ 1893 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ 1895 πρεσβύτερος. Στὸ μοναστήρι τὸ διακόνημά του ἦταν ἡ πώληση τῶν κεριῶν καὶ ἡ φύλαξη τῆς βιβλιοθήκης. Ὅταν τὸ 1900 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰὼβ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ Βαλαάμ, οἱ μοναχοὶ τῆς Βερχοτοῦρε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς ἐξέλεγαν ἀπὸ μόνοι τους τὸν ἡγούμενο, ἐξέλεξαν τὸν Ὅσιο Ἀρέθα, ὁ ὁποῖος δύο χρόνια ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Στὴ νέα του διακονία ὁ Ὅσιος ἡγήθηκε τῆς μονῆς μὲ ταπείνωση καὶ ἀποτελοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς μοναχοὺς τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Τὸ 1901, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση δύο ἀκόμη μονῶν καὶ τριῶν μοναχικῶν ἀδελφοτήτων.
Μέσα σὲ λίγα χρόνια ὁ Ὅσιος Ἀρέθας ἔκτισε καινούργια κτήρια στὸ μοναστήρι τῆς Βερχοτοῦρε καὶ κυρίως ἐπιμελήθηκε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνοριακῆς σχολῆς καὶ τῆς σχολῆς κωφαλάλων. Ὑπὸ τὴν προσωπική του διεύθυνση τακτοποιήθηκε τὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς.
Ὁ Ὅσιος διῆλθε σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως ἐκλονίσθηκε ἡ ὑγεία του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 15 Μαΐου 1903. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα. Τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου Ἀρέθα, συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῆς χορείας τῶν Ἁγίων, τὸ 1984, καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.
|