Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος ἐγεννήθηκε στὴν Κύπρο πιθανῶς περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. Ὡς πατρίδα του θεωρεῖται ἡ Τριμυθούντα καὶ ἡ Λευκωσία. Σὲ ἕνα χειρόγραφο Συναξάρι ἀναφέρεται πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε πατέρα ἕναν ἀπὸ τοὺς δώδεκα περιφανεῖς ἄνδρες ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε μετεφέρει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ νεαρὸς Τριφύλλιος μὲ τὴ μητέρα του Δομνίκη πῆγαν νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν ἐπιστροφή τους ἦλθαν στὴν Κύπρο. Ἐδῶ ὁ Τριφύλλιος συνδέθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ ἡ μητέρα του ἀργότερα ἔγινε μοναχή.
Ὁ Ἅγιος ἐσπούδασε νομικὰ στὴν περιώνυμη σχολὴ τῆς Βηρυτοῦ, ὅπου καὶ ἐδέχθηκε τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ἐπανελθὼν στὴν Κύπρο ἐχειροτονήθηκε διάκονος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος († 12 Δεκεμβρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ ρητορικὴ δεινότητά του καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λήδρας (Λευκωσίας) καὶ μετέσχε στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, ποὺ ἔγινε τὸ 343 μ.Χ. Ὑπῆρξε σφοδρὸς πολέμιος τῶν αἱρετικῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, φίλος καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου († 18 Ἰανουαρίου). Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου), ἐπαινώντας τὸν Ἅγιο, γράφει ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐγλωττότερους κληρικοὺς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ὅτι ἀνέγνωσε πολλὰ ἔργα του, ἐκ τῶν ὁποίων κανένα δὲ περισώθηκε.
Ὀ Ἅγιος ἦταν ἁπλὸς στὸ χαρακτήρα, ἀκτήμονας, αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 369 μ.Χ., καὶ εἶναι πολιοῦχος τῆς Λευκωσίας. Ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Κύκκου τῆς Κύπρου. Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὄπως γράφει ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, στὸ Χρονικό του, γύρω στὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., Ἄραβες ἐπιδρομεῖς ἄνοιξαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρουν κάποιο θησαυρό. Ἀντὶ ἄλλου θησαυροῦ εὑρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἦταν ἀνέπαφο καὶ εὐωδιάζον. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν μὲ μαχαίρι τὴν τιμία κεφαλὴ καὶ ἀμέσως ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα. Τότε ἐπῆραν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐπῆγαν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Φανερωμένης, ὄπου ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸ κάψουν. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀνέπαφο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'.
Ζῆλον
πίστεως ἔχων, Παμμάκαρ, ἀνεβλάστησας καρποὺς ὡρίμους, τῶν γὰρ ἐχθρῶν κατήσχυνας
τάς φάλαγγας, καὶ τὸν Βελίαρ, Τριφύλλιε, ἔκτεινας· Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν
ἰκὲτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
|