Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, ὥστε διεμοίρασε τὰ ὐπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐγκατέλειψε κάθε κοσμικὴ ἀπόλαυση, πλὴν τῆς ὑπερηφάνειας, τὴν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἔπαινοι τοῦ πλήθους πρὸς αὐτόν. Ἀποσυρθεὶς σὲ κελί, ἀσκήτεψε. Ἡ ὑπερηφάνειά του ὅμως τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη καὶ ἔτσι ὁ σατανᾶς εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλει στὸ πνεῦμά του. Παρουσιασθείς, λοιπόν, ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ δαίμονας μεταμφιεσμένος σὲ ἄγγελο, τοῦ ἀνήγγειλε ὄτι τὴ νύχτα ἐκείνη θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν ὁ Χριστός. Τυφλωμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, ἐπίστεψε στὰ λεχθέντα καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε τὸ κελί του, ἄναψε θυμιάματα καὶ λαμπάδες καὶ ἀνέμενε τὸν Κύριο. Περὶ τὰ μεσάνυχτα κατέφθασε μὲ δόξα καὶ φαντασία πολλὴ ὁ ἀντίχριστος. Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ἔσπευσε, ἄνοιξε τὴ θύρα καὶ τὸν προσκύνησε. Κατὰ θεία ὅμως οἰκονομία, αὐτὸς δὲν εἰσῆλθε στὸ κελί, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸν Ἰάκωβο στὸ μέτωπο, ἐξαφανίσθηκε. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ πρωὶ ἔσπευσε κλαίοντας καὶ θρηνώντας σὲ γέροντα μοναχὸ καὶ ἐξιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ συμβάντα, ἐκλιπαρώντας τὴ βοήθεια πρὸς ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτήματός του. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνόητη ὑπερηφάνειά του, τὸν ἀπέστειλε σὲ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐξασκηθεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη. Εὐπειθὴς ὁ Ἰάκωβος, διῆλθε ἑπτὰ ἔτη ὡς ὑπηρέτης τοῦ μαγειρείου τοῦ κοινοβίου καὶ ἄλλα πέντε ὑπηρετῶν πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλον, ὑπακούων ταπεινὰ σὲ ὅλους τοὺς κανονισμοὺς τοῦ κοινοβίου. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἐταπεινοφρόνησε, ἀπέβαλε τὸν ἐγωισμό του, ἀποκαταστάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς θαυματουργικῆς χάριτος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ὁσιότητα καὶ ταπείνωση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
|