Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρυρας Νέκταν ἐγεννήθηκε στὴν Οὐαλία κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὡς πρωτότοκος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἁγίου Βρυχανοῦ τοῦ Μπρένκοκ, καὶ εἶχε 24 ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ: ὁρισμένα ἔζησαν ὡς ἐρημίτες, ἄλλα ἵδρυσαν μονὲς καὶ ναούς.
Ὁ Ἅγιος Νέκταν, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴν Οὐαλία, ἀκούσας περὶ τοῦ σπουδαίου ἐρημίτου τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐμπνεύσθηκε καὶ ἀπεφάσισε νὰ μιμηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ἐκείνου. Μετέβη στὴ βόρειο ἀκτὴ τοῦ Ντεβονσάϊρ στὸ Χάρτλαντ, ὅπου καὶ ἐμόνασε ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Ἔπεσε ὅμως θύμα ἀπαγωγῆς ὑπὸ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς κηρύξει τὸ θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή. Τότε, θαυματουργικά, ἐθεάθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου νὰ συλλέγει τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ τὴν φέρει ἐπὶ μεγάλη ἀπόσταση μέχρι μιὰ πηγὴ παρακείμενη στὸ κελί του, ὅπου καὶ τὴν ἀπέθεσε. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκοψε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, ἰδὼν τὸ θέαμα τοῦτο, παρεφρόνησε καὶ ὁ ἄλλος, μεταστραφεῖς στὴ χριστιανικὴ πίστη, περισυνέλεξε μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸ κελί του.
Ἔκτοτε πολλὰ θαύματα ἔλαβαν χώρα γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου. Ὁ σωζόμενος Βίος του εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ἐνῶ ὑπάρχει στὴ Ρωσία, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σουρώζ, παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Συμεὼν καὶ Ἄννα, ὅπου ἑορτάζεται, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέκταν.
|