Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴ νῆσο Νίσυρο, τὸ 1716 ἢ 1717. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς κωμοπόλεως Μανδράκι. Ὁ πατέρας του, δημογέροντας τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ περιέπεσε στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων καὶ προσάχθηκε σὲ δίκη στὴ Ρόδο, ἀλλαξοπίστησε καὶ ἀσπάσθηκε τὸ Κοράνι. Ἔτσι μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ρόδο. Ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς υἱούς του ὀνομάσθηκε Μεχμὲτ καὶ ἀνατρεφόμενος μὲ τὰ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας ἔδειχνε ζῆλο πρὸς τὴ θρησκεία αὐτή, χωρὶς νὰ γνωρίσει ποτὲ τὰ περὶ τῆς προγονικῆς πίστεώς του καὶ τῆς καταγωγῆς του.
Μία ἡμέρα ἐμάλωσε μὲ ἕνα Τουρκόπουλο καὶ ἡ μητέρα του ἔβρισε τὸν Νικήτα ὀνομάζοντάς τον γκιαούρη, δηλαδὴ ἄπιστο. Πικραμένος ὁ μικρὸς Νικήτας ἐζήτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὴ μητέρα του, γιατὶ ἡ Τουρκάλα τὸν ἔβρισε ἔτσι. Τότε ἡ μητέρα του ἀναγκάσθηκε νὰ τοῦ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ χριστιανικὴ καὶ ἑλληνικὴ καταγωγή τους καὶ ὅτι τὸ χριστιανικό του ὄνομα ἦταν Νικήτας.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Νικήτα ἄρχισε μία ἐπανάσταση. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε συνέχεια ἦταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρώα πίστη καὶ εὐσέβεια. Καὶ ὁ Θεὸς ἄρχισε νὰ οἰκονομεῖ τὰ πράγματα. Ὁ Νικήτας ἔλαβε τὶς ἀποφάσεις του. Μπῆκε σὲ ἕνα καΐκι καὶ ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κατ’ ἄλλους στὴ Χίο. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ δωδεκάχρονος νέος ἔμεινε ἐπὶ μία τετραετία καὶ ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴ συναναστροφή του μὲ μοναχούς.
Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ Χίο. Ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Νέα Μονὴ τῆς Χίου καὶ ἐκεῖ ἀνέφερε στὸν ἡγούμενο τὶ ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἔστειλε τότε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Νοταρᾶ, ἀπὸ τὶς μεγάλες μορφὲς τῶν Κολλυβάδων, καὶ σ’ αὐτὸν ὁ Νικήτας ἐξομολογήθηκε καὶ καθημερινὰ ὡρίμαζε πνευματικὰ προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ μαρτύριο.
Ἔτσι, κάποια στιγμή, ὅταν κατέβηκε στὴ Χώρα καὶ εὑρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀγᾶ, ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ἀκολούθησε ἡ σύλληψή του, ὁ ἐγκλεισμὸς στὴ φυλακὴ καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικά, τὸ μανιασμένο πλῆθος τὸν ὁδήγησε στὴ θέση Κάτω Αἰγιαλὸς τῆς Χίου, ὅπου ἦταν μετόχι τῆς μονῆς Ἰβήρων. Ἐκεῖ ἕνας Τοῦρκος ποὺ ὀνομαζόταν Κριμλῆς, ἀπέκοψε μὲ μανία τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα, τὸ 1792. Οἱ Τοῦρκοι ἐπέταξαν τὸ ἱερὸ λείψανο σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ τὸ σκήνωμα τοῦ Νεομάρτυρος παρέμεινε καθαρὸ καὶ λευκό. Τέλος, τὸ ἔρριψαν στὴ θάλασσα καὶ διασώθηκαν, χάρη στὴν εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, τεμάχια ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἡ τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα ποὺ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ἰβήρων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως. Θείας
πίστεως, λαβὼν τὴν χάριν, χαίρων ἔδραμες, πρὸς μαρτυρίου, τὸν ἀγῶνα Νικήτα
μακάριε, καὶ φερωνύμως νικήσας τὸν τύραννον, νίκης ἐδέξω τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δωρήσασθαι, πταισμάτων ἱλασμὸν τοῖς εὐφημοῦσί σε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Νεοφανὴς
ὥσπερ ἀστὴρ Ἀθλοφόρε, ἐξανατείλας τῇ σεπτῇ Ἐκκλησίᾳ, τῶν εὐσεβῶν κατηύγασας τὰ
πρόσωπα, πόθῳ εὐφημούντων σε, καὶ τελούντων Νικήτα, σῆς στεῤῥᾶς ἀθλήσεως, τὴν
ὑπέρλαμπρον μνήμην, καὶ ἐκβοώντων· Δόξα σοι Χριστέ, τῷ τὸν ὁπλίτην τὸν σὸν
στεφανώσαντι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
τῆς Νισύρου θεῖος βλαστός, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ὁ θεσπέσιος κοινωνός· χαίροις ὁ
τὴν Χίον, αἱμάτων σου τιμίων, τοῖς ῥείθροις ἁγιάσας, Νικήτα ἔνδοξε.
|