Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Βέρκολα, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πινέγκα, τῆς βορείου περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, τὸ ἔτος 1532, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Κοσμᾶ καὶ τὴν Ἀπολλιναρία, καὶ ἦταν ἀδελφὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ Πινέγκα († 28 Ὀκτωβρίου).
Κατὰ τὸν Συναξαριστή, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἔδειξε συμπεριφορὰ ὄχι παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, τὸν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἦταν δὲ ἀσυνήθιστα ταπεινὸς καὶ ἁγνός.
Ὁ Ἀρτέμιος σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, ἐνῶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικές του ἐργασίες, κτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ καὶ ἔπεσε νεκρός, στὶς 23 Ἰουνίου 1545. Τὸ Συναξάρι, ἀναφερόμενο στὸν τρόπο τοῦ θανάτου του παρατηρεῖ ὅτι «ἔτσι ὁ Ἐλεήμων Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νὰ λάβει στὰ σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του, τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου δούλου Του».
Τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ δεισιδαίμονες χωρικοὶ τὸν ἑρμήνευσαν σὰν θεία τιμωρία, σὰν σημεῖο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν θυμωμένος μὲ τὸν Ἀρτέμιο. Γιὰ τοῦτο τὸν ἄφησαν ἄταφο στὸ δάσος, ἀφοῦ σκέπασαν τὸ σῶμά του μὲ κλαδιά.
«Εὔκολα μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσο ἐπηρέασε ἡ γνώμη του χωριοῦ τὴν ἤδη θεοφοβούμενη καὶ ἐξαιρετικὰ εὐσεβὴ οἰκογένειά του. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δέους καὶ τῆς σιωπῆς, τρέμοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀνατράφηκε ἡ Παρασκευὴ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ποὺ ἔφθασε σὲ μέτρα ἁγιότητος χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει. Ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τριγυρισμένη ἀπ’ τὶς ὀμορφιὲς τῆς ἀνθισμένης ἄνοιξης τοῦ βορρᾶ καὶ διατηρημένη ἀπὸ τὶς παγωνιὲς τοῦ χειμῶνα, ἔγινε Ἁγία καὶ Θαυματουργή, γιατί, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός της, ἦταν ἐκλεκτὸ σκεῦος τοῦ Θεοῦ».
Τὸ 1577, τριάντα δύο χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀρτεμίου, ἔνα συνταρακτικὸ γεγονὸς ἦλθε νὰ ἀνατρέψει τὴν κοσμικὴ καὶ ἀντιπνευματικὴ γιὰ τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ γνώμη.
Ἔνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Καλλίνικος, Ἀναγνώστης στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, βγῆκε στὸ δάσος γιὰ νὰ μαζέψει μανιτάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ «ἀναπαυόταν» τὸ λείψανο τοῦ Ἀρτεμίου, τὸν ὤθησε νὰ πλησιάσει παρὰ τὸ φράκτη ποὺ εἶχε ὑψωθεῖ, καὶ ἔκπληκτος νὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμενε ἄφθορο.
Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοὶ ὑποδέχθηκαν τὸ γεγονὸς χωρὶς ἰδιαίτερη προσοχή. Ἁπλὰ ἐπῆραν τὸ σκήνωμα, τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα φέρετρο καὶ τὸ ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ στοὰ τοῦ ἐνοριακοῦ τους ναοῦ.
Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ στὴν περιοχὴ μία μεγάλη και θλιβερὴ δοκιμασία, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὴ διαπίστωση καὶ διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.
Τὸ ἴδιο ἔτος τῆς εὑρέσεως, τὸ 1577, λοιμικὴ νόσος ἔπληξε τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ βορείου Ντβίνα καὶ πάρα πολλοὶ θάνατοι ἐσημειώθηκαν, κυρίως γυναικοπαίδων. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέρας ἑνὸς ἐτοιμοθάνατου ἀγοριοῦ, ἐσκέφθηκε νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀγνοημένου Ἀρτεμίου. Ἔσπευσε στὴν ἐκκλησία, προσκύνησε τὸ ἱερὸ λείψανο, καὶ φεύγοντας ἐπῆρε μερικὰ φύλλα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ ποὺ ἐσκέπαζαν ἀκόμη τὸ φέρετρο. Ὅταν στὴ συνέχεια εὐλόγησε μὲ αὐτὰ τὸν ἄρρωστο υἱό του, τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καὶ ἐντελῶς καλά.
Τὸ πρῶτο αὐτὸ θαῦμα ἀκολούθησε δεύτερο, μεγαλύτερο καὶ σπουδαιότερο, ὅταν, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὶς δεήσεις τῶν κατοίκων καὶ ἐσταμάτησε ἡ ἐπιδημία.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἔφερε στρατιὲς πασχόντων ἐμπρὸς στὸ ξύλινο φέρετρο, στὸν ταπεινὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ.
Νέα θαύματα, ὅπως ἐκεῖνο στὸ χωρικὸ Παῦλο, τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο εἶχε στραφεῖ πρὸς τὰ πίσω, ὑποχρέωσαν τοὺς κατοίκους νὰ φτιάξουν εἰδικὴ πτέρυγα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου ἐτοποθέτησαν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ 1584, ἀφοῦ προηγουμένως ἐτοποθέτησαν αὐτὸ σὲ λάρνακα.
Βλέποντας τὶς ἀλλεπάλληλες θεραπεῖες, οἱ ἱερεῖς Ἰωάννης καὶ Θωμᾶς, ἀπεφάσισαν νὰ ἁγιογραφήσουν εἰκόνες τοῦ Ἁγίου ἐπάνω στὶς σανίδες τοῦ παλαιοῦ φερέτρου. Μάλιστα, ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης περισυνέλεξε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὰ ὑπολείμματα τῶν κλαδιῶν ποὺ κάποτε ἐσκέπαζαν τὸ τίμιο σκήνωμα.
Τὸ 1601, ὁ εὐσεβὴς Παγκράτιος μετέφερε μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτὲς στὸ Μεγάλο Οὔστιουγκ, ὅπου ἀναδείχθηκε θαυματουργή. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 10 Ὀκτωβρίου.
|