Ο
Όσιος Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, εγεννήθη στο χωρίο Σηρικάρι
του Νομού Χανίων Κρήτης.
Σε
πολύ μικρή ηλικία στερήθηκε και τους δύο γονείς του. Όταν έγινε δεκατριών ετών,
ο παππούς του τον έστειλε να εργασθεί σε κουρείο στα Χανιά. Στην εργασία του
τον αγαπούσαν όλοι, επειδή ήταν όμορφος, έξυπνος και κοινωνικός.
Όμως
η ζωή του επεφύλασσε ένα πολύ δύσκολο και οδυνηρό άθλημα, που άρχισε τότε με
την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της νόσου Χάνσεν, της γνωστής Λέπρας.
Για
να μην τον αντιληφθούν οι αρχές και τον κλείσουν στο νησί της Σπιναλόγκας, στην
ηλικία των δεκαέξι ετών, έφυγε για την Αλεξάνδρεια.
Εκεί
γνωρίστηκε με τους Αρχιερείς του Πατριαρχικού θρόνου, οι οποίοι αγάπησαν
ιδιαίτερα τον Νικόλαο.
Μετά
από λίγα χρόνια, όταν τα σημάδια της νόσου έγιναν εμφανή, έπρεπε να φύγει και
από εκεί. Εμπιστεύθηκε το πρόβλημά του σε κάποιον Αρχιερέα, ο οποίος τον
έστειλε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον Πατέρα Άνθιμο, τον μετέπειτα Άγιο
Άνθιμο.
Μετά
τρία χρόνια, ο Άγιος Άνθιμος τον έκειρε Μοναχό με το όνομα Νικηφόρος. Κοντά
στον Άγιο Άνθιμο, ο Πατήρ Νικηφόρος έφθασε σε μεγάλα μέτρα Αρετής.
Όταν
έκλεισε το λωβοκομείο της Χίου, ο Πατήρ Άνθιμος τον έστειλε στον Αντιλεπρικό
Σταθμό των Αθηνών με συστατική επιστολή, στην οποία έγραφε στον Πατέρα Ευμένιο,
που υπηρετούσε εκεί, να προσέξει «τον θησαυρό που του στέλνει η Παναγιά», διότι
έχει πολλά να ωφεληθεί από αυτόν. Ο Πατήρ Νικηφόρος πέρασε εκεί όλη την
υπόλοιπη ζωή του. Ο Πατήρ Ευμένιος τον φρόντισε με πολύ αγάπη και τον είχε ως
Πνευματικό Πατέρα.
Ο
Όσιος Νικηφόρος εκοιμήθη την 4η Ιανουαρίου του 1964, παραμονή
Θεοφανείων.
Επετέλεσε
πολλά Θαύματα κατά την διάρκεια της ζωής του, και επιτελεί πολλά περισσότερα
μετά θάνατον, όπως ομολογούν πολλοί άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από Αυτόν.
Απολυτίκιον. Ήχος
α’. Της Ερήμου πολίτης
Νικηφόρου
Οσίου, του λεπρού τα παλαίσματα, και την εν ασκήσει ανδρείαν, κατεπλάγησαν
Άγγελοι. Ως άλλος γαρ Ιώβ τα αλγεινά, υπέμεινε δοξάζων τον Θεόν, νυν δε δόξη
εστεφάνωται παρ’ Αυτού, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις των Μοναστών χειραγωγέ,
χαίρεις φωτός ο πρόβολος, χαίροις ο ευωδίας χαρμονήν, προχέων εκ λειψάνων σου.
Κοντάκιον. Ήχος β’.
Προστασία των Χριστιανών
Ασθενείας
την στενήν οδόν επεβάδισας, Νικηφόρε και Ολοσχερώς ηκολούθησας, τον Δεσπότην ως
ευπειθής και άξιος υιός. Ζυγόν
τούτου δε το ελαφρόν, και το φορτίον το χρηστόν, εν τοις ώμοις εβάστασας,
Χαίρων όθεν εισήλθες, εις δόξης της αιωνίου, τας καταπαύσεις τας τερπνάς,
χαρμοσύνως αγαλλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Ίνα
αιωνίου σε χαρμονής, μέτοχον ποιήση ο Δεσπότης εν ουρανοίς, μάστιγας και
θλίψεις εν βίω σοι της λέπρας, εδίδου Νικηφόρε, πατήρ ως εύσπλαγχνος.
|