Ὁ Ἅγιος ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος
γεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου τοῦ 1870 μ.Χ. στο χωριὸ Ποβόντνεβο τῆς ἐπαρχίας
Γιαροσλάβ, στην κεντρικὴ Ῥωσία. Στο Ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Βλαδίμηρος.
Στην ἡλικία δέκα
χρόνων γράφτηκε σὲ Ἐκκλησιαστικὸ Σχολεῖο καὶ μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του, τὸ 1885
μ.Χ. στο Ἐκκλησιαστικὸ Σεμινάριο τοῦ Γιαροσλάβ.
Τὸ 1891 μ.Χ., ὡς ἀριστοῦχος
ἀπόφοιτος τοῦ Σεμιναρίου, ἔγινε δεκτὸς στή Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὰ
χρόνια ἐκεῖνα ὁ νεαρὸς φοιτητὴς συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης
καὶ ζήτησε τίς φωτισμένες συμβουλές του.
Τὴν 1η Αὐγούστου τοῦ
1893 μ.Χ. στον ναὸ τῆς Ἀκαδημίας τελέστηκε ἡ μοναχική του κουρά. Στις 6 Αὐγούστου
τοῦ 1893 μ.Χ. ὁ μοναχὸς Ἀνδρόνικος χειροτονήθηκε διάκονος, καὶ στις 22 Ἰουλίου
τοῦ 1895 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Στις 3 Σεπτεμβρίου τοῦ
1897 μ.Χ. διορίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο στην ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ τῆς Ἰαπωνίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1899
μ.Χ. ἔλαβε τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη.
Στις 23 Ὀκτωβρίου τοῦ
1906 μ.Χ. ὁ π. Ἀνδρόνικος διορίστηκε βοηθὸς τοῦ ἐπισκόπου Νικολάου στην Ἰαπωνία.
Λόγῳ τῆς εὔθραστης ὑγείας του ἀρρώστησε βαριὰ καὶ στις 7 Ἰουλίου τοῦ 1907 μ.Χ. ἡ
Σύνοδος ἀποφάσισε τὴν ἀνάκλησή του ἀπὸ τὴν Ἰαπωνία.
Στις 26 Ὀκτωβρίου τοῦ
1907 μ.Χ. ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀνέθεσε στον ἐπίσκοπο Ἀνδρόνικο τὴν προσωρινὴ
διαποίμανση τῆς ἐπαρχίας Χόλμ, καὶ στις 15 Μαρτίου τοῦ 1908 μ.Χ. διορίστηκε
βοηθὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ.
Στις 8 Μαρτίου τοῦ
1913 μ.Χ. ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῶν ἐπαρχιῶν Ὀμκ καὶ Παβλοντὰρκ τῆς Δυτικῆς
Σιβηρίας.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1914
μ.Χ. ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀπεφάσισε να τὸν μεταθέσει για ἄλλη μία φορά στην ἐκκλησιαστική
ἐπαρχία Πὲρμ στή Βόρεια Ῥωσία.
Στις 6 Ἰουνίου τοῦ
1918 μ.Χ. ὄργανα τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, ἀφοῦ τὸν σκέπασαν ζωντανὸ μὲ χῶμα
στον τάφο, πυροβόλησαν μερικὲς φορὲς τὸν γενναῖο ἀθλητή τῆς πίστεως ἀρχιεπίσκοπο
Ἀνδρόνικο καὶ σὲ λίγο τὸ μαρτυρικό του λείψανο ἤταν θαμμμένο στή γῆ.
Η
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ
Στις 3 Ἰουνίου τοῦ
1918 μ.Χ. ὁ ἱεράρχης πληροφορήθηκε τὰ σχέδια τῆς συλλήψεώς του ἀπὸ ἔναν τυχαῖο ἀκροατή
τους. Ἀποφάσισε, ὡστόσο, να μὴν ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία, ἀλλὰ να παραμείνει στή
θέση του, ἀνάμεσα στο ποίμνιό του, καί, ἂν ἤταν θέλημα τοῦ Κυρίου, να
μαρτυρήσει γι' Αὐτόν.
Ἐνημέρωσε τοὺς
συνεργάτες του. Ἔστειλαν στο καμπαναριὸ τοῦ Καθεδρικοὺ Ναοῦ τὸν μοναχὸ Μιχαὴλ μὲ
τὴν ἐντολὴ να σημανεῖ συναγερμὸ μὲ τις καμπάνες τήν στιγμή τῆς συλλήψεως.
Τὴν ἴδια νύχτα, μία ὥρα
μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὅλο τὸ τετράγωνο, στο ὁποῖο βρισκόταν τὸ ἐπισκοπεῖο,
κυκλώθηκε ἀπὸ στρατιῶτες. Εἴχαν φέρει μίαν ἅμαξα μὲ γρήγορα ἄλογα, μὲ τὴν ὁποία
θὰ ἔβγαζαν τὸν ἀρχιεπίσκοπο ἀπὸ τὴν πόλη τὸ συντομότερο δυνατὸ καὶ θὰ τὸν ὁδηγούσαν
στή γειτονικὴ πόλη Μοτοβίλιχα.
Μέσα στο σκοτάδι
μερικὲς φιγοῦρες πλησίασαν τὴν ἐξώπορτα τῆς ἀρχιερατικῆς κατοικίας. Ἤταν
κλειδωμένη. Τὴν ξήλωσαν καὶ μπήκαν. Χτύπησαν τὴν ἄλλη πόρτα. Ἄνοιξε ὁ θυρωρός.
-Ποῦ εἶναι ὁ Ἀνδρόνικος;
-Πάνω.
Μερικοὶ ὀπλισμένοι
στρατιῶτες ἔμειναν ἐκεῖ. Ἀνέβηκαν μόνο τρεῖς ἄνδρες, ὁ πρόεδρος τῆς Ἐκτελεστικῆς
Ἐπιτροπῆς τῆς Περμ Μάλκωφ, ὁ ἀστυνομικὸς διευθυντὴς τῆς Περμ Ἰβάντσενκο καὶ ὁ
βοηθὸς τοῦ ἀστυνομικοῦ διευθυντῇ τῆς Μοτοβίλιχα, Ζουζγκώφ. Ὁ δεσπότης ἀγρυπνοῦσε
μαζὶ μὲ δύο κληρικούς.
-Ποῖος ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁ
ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρόνικος; τοὺς ῥώτησαν.
-Ἐγὼ εἶμαι, ἀπάντησε ἤρεμα
ὁ ἱεράρχης.
Τήν στιγμή ἐκείνη οἱ
καμπάνες τοῦ Καθεδρικοὺ Ναοῦ σήμαναν συναγερμό. Ἀκούστηκαν μερικοὶ
πυροβολισμοί, καὶ ἡ καμπανοκρουσία σταμάτησε.
Προστάξαν τὸν ἀρχιεπίσκοπο
να τοὺς ἀκολουθήσει δίχως χρονοτριβή. Ἐκεῖνος ὑπάκουσε ἀδιαμαρτύρητα. Σὲ λίγα
λεπτὰ ἔμπαινε στην ἅμαξα, ποὺ περίμενε μπροστὰ στην ἐξώπορτα, μ' ἕνα τριμμένο ῥάσο,
ἔναν καλογερικὸ σκοῦφο, τὸ ἀρχιερατικό του ἐγκόλπιο καὶ τὸ ῥαβδί του στο χέρι.
Δίπλα του κάθισε ὁ Ζουζγκὼφ καὶ ἀπέναντί του ἔνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους. Ἀμέσως ἡ
ἅμαξα κίνησε για τή Μοτοβίλιχα.
Οἱ στρατιῶτες στο
μεταξὺ συνέλαβαν ὅσους βρήκαν στο ἐπισκοπεῖο: τὸν ἀρχιμανδρίτη Παχώμιο, τὸν
διάκονο Εὐλόγιο, τὸν φύλακα, τὸν θυρωρὸ καὶ τὸν κλητῆρα. Τοὺς μετέφεραν ὅλους ἀρχικὰ
στην Ἐκτελεστικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἔπειτα στῇ φυλακή. Σύντομα, ὅμως, τοὺς ἄφησαν ἐλευθέρους,
ἀφοῦ πρῶτα τοὺς πειθανάγκασαν να ὑποσχεθοῦν ἐνυπόγραφα ὅτι δεν θὰ μιλούσαν σὲ
κανέναν για τή συλλήψη τοῦ ἀρχιεπισκόπου.
Ἡ ἅμαξα σταμάτησε στο
Ἀστυνομικὸ Τμῆμα τῆς Μοτοβίλιχα για ἀλλαγή ἀλόγων. Κατέβασαν τὸν δεσπότη καὶ τὸν
ἔκλεισαν σ' ἔνα γραφεῖο. Τότε τηλεφώνησε ὁ πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐργατῶν τῆς
Μοτοβίλιχα Μιάσνικωφ καὶ ζήτησε να τὸν περιμένουν. Ἄλλωστε, ἡ μέρα εἶχε ἤδη
χαράξει. Ἡ κινήση, ποὺ εἶχε ἀρχίσει στους δρόμους, φόβιζε τοὺς ἐπιδόξους
φονιάδες τοῦ ἀρχιεπισκόπου.
Ὅταν σὲ λίγο ἦρθε ὁ
Μιάσνικωφ, ἀνακοίνωσε στους ἀστυνομικούς πώς ἀποφασίστηκε ἡ ἀναβολὴ τῆς ἐκτελέσεως.
Τὸ γνωστοποίησαν στον ἱεράρχη, ἀλλὰ ἐκεῖνος δεν τὸ πίστεψε.
-Γνωρίζω ὅτι θὰ μὲ ἐκτελέσουν,
εἶπε μὲ βεβαιότητα....
Στις 5 Ἰουνίου τὸ βράδυ
ἔγινε ἡ μεταφορὰ τοῦ ἱεράρχη στην Περμ καὶ ἡ παράδοσή του στην Ἐκτελεστικὴ Ἐπιτροπή.
Ὅλη τὴν ἡμέρα τῆς 6ης
Ἰουνίου τοῦ 1918 μ.Χ. ὁ ἀρχιεπίσκοπος τὴν πέρασε κλεισμένος στο κρατητήριο τῆς Ἐκτελεστικῆς
Ἐπιτροπῆς τῆς Περμ. Τὸν φρουροῦσαν κόκκινοι στρατιῶτες ἰδιαίτερα σκληροί, ποὺ τὸν
χλεύαζαν καὶ τὸν ἔβριζαν ἀσταμάτητα.
Τὸ βραδὺ τὸν ἔφεραν
στο γραφεῖο για ἀνάκριση. Για πολλὴ ὥρα ὁ πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Μάλκωφ καὶ τὸ
μέλος της Σίβκωφ τὸν βομβάρδιζαν μὲ ἐρωτήσεις. Δεν ἀπάντησε σὲ καμία. Εἶχε
κλειστεὶ στον ἑαυτὸ τοῦ καὶ προσευχόταν ἀκατάπαυστα. Στο πρόσωπό του ἤταν
ζωγραφισμένες ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀνδρεία...
Οἱ ἀνακριτές,
βλέποντας ὅτι ἔχαναν τὸν καιρό τους, τὸν ἔστειλαν πάλι στο κρατητήριο. Ἡ ἐκτέλεσή
του ἀνατέθηκε στους ἀστυνομικοὺς Οὐβάρωφ καὶ Πλατούνωφ καὶ σὲ τρεῖς Λιθουανούς.
Στή μία ἡ ὥρα μετὰ τὰ
μεσάνυχτα ἔβγαλαν τὸν ἱεράρχη ἀπὸ τὸ κρατητήριο. Τότε πετάχτηκε ἀπὸ τὸ ὑπόγειο ὁ
Ζουζγκὼφ καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Πλατούνωφ να τὸν πάρουν μαζί τους, γιατὶ ἤθελε να
παραβρεθεὶ «στην ταφή τοῦ Ἀνδρόνικου». Ὁ Πλατούνωφ τοῦ εἶπε ν' ἀνέβει στην ἅμαξα
καὶ να καθήσει δίπλα στον ἀρχιεπίσκοπο.
Στον δρόμο ὁ ἱεράρχης
ἤταν καλοδιάθετος. Κάποια στιγμὴ γύρισε στον Ζουζγκὼφ καὶ τοῦ παραπονέθηκε ἤρεμα:
-Στο Ἀστυνομικὸ Τμῆμα
τῆς Μοτοβίλιχά μοῦ φέρθηκαν καλύτερα. Ἐκεῖ δεν μὲ χλεύαζαν...
Ἀντὶ γι' ἄλλη ἀπόκριση
ὁ Ζουζγκὼφ τοῦ εἶπε ὀργισμένα:
-Ἀνακαλέστε τὴν ἀπόφαση
για ἀπεργία τῶν παπάδων!
-Ὄχι, δεν θὰ τὴν ἀνακαλέσω.
Γνωρίζω καλὰ ὅτι μὲ πάτε για ἐκτέλεση.
Ἀκολουθῆσαν τὴν
κεντρικὴ ὀδὸ Σιμπίρσκι καὶ βγήκαν ἀπὸ τὴν Περμ. Πέντε βέρστια μακριὰ ἀπὸ τὴν
πόλη ἔστριψαν ἀριστερὰ καὶ μπήκαν στο δάσος. Σταμάτησαν ἑκατὸ μέτρα πιὸ πέρα καὶ
κατέβηκαν ἀπὸ τὴν ἅμαξα.
Ὁ Ζουζγκὼφ ἔδωσε στον
ἀρχιεπίσκοπο ἕνα ἀπὸ τὰ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα, ποὺ εἴχαν πάρει μαζί τους, καὶ τὸν
πρόσταξε:
-Σκάψε τὸν τάφο σου!
Ὁ ἱεράρχης ἄρχισε να
σκάβει. Τὸν βοηθοῦσαν οἱ τρεῖς Λιθουανοί. Ὅταν τελείωσε, ὁ Ζουζγκὼφ τοῦ ἔδωσε
νέα προσταγή:
-Ἐλα, ξάπλωσε!
Ὑπάκουσε. Ὁ τάφος, ὅμως,
ἤταν μικρὸς καὶ δεν τὸν χωροῦσε. Σηκώθηκε καὶ ἔσκαψε λίγο ἄκομα. Ξάπλωσε για
δεύτερη φορὰ στον τάφο, ἀλλὰ αὐτὸς καὶ πάλι ἀποδείχθηκε μικρός. Μὲ τὸ τρίτο
σκάψιμο τὸν ἔφερε στα μέτρα του. Τότε ζήτησε τὴν ἄδεια να προσευχηθεί. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν.
Προσευχήθηκε γύρῳ στα δέκα λεπτά. Ἔπειτα, ἀφοῦ στράφηκε στα τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
καὶ εὐλόγησε ἀπὸ μακριὰ τὸ ποίμνιό του, εἶπε στους δημίους του:
-Εἶμαι ἕτοιμος.
-Δεν θὰ σὲ τουφεκίσω,
τὸν ἀπείλησε ὁ Ζουζγκώφ. Ζωντανὸ θὰ σὲ θάψω, ἂν δεν ἀνακαλέσεις τὴν ἀπόφαση για
τὴν ἀπεργία.
-Δεν θὰ τὴν ἀνακαλέσω
ποτέ, ἀποκρίθηκε ὁ ἱεράρχης, ξαπλώνοντας στον τάφο. Οἱ Λιθουανοὶ ἄρχισαν να τὸν
σκεπάζουν μὲ χῶμα.
Ὁ Ζουζγκὼφ πυροβόλησε
μερικὲς φορές. Τὸ σῶμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἤταν ἐντελῶς ἀκίνητο. Στή συνέχεια ὁ
Πλατούνωφ πυροβόλησε δύο φορές. Τέλος, ὁ Ζουζγκὼφ ἔριξε τή χαριστική βολή. Σὲ
λίγο τὸ μαρτυρικὸ λείψανο ἤταν θαμμένο στή γῆ....
Στην τελευταία
πασχαλινὴ ἐγκύκλιό του πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Περμ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς
Ἀνδρόνικος ἔγραφε:
«Πέρασε ἔνας χρόνος ἀφ' ὅτου ἡ ζωὴ μας μετατράπηκε σὲ σκόνη ἀπὸ τὸ
φύσημα τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ μας ἐγκατέλειψε πρόσκαιρα καὶ παιδαγωγικά. Μὲ
τέτοιους σκληροὺς τρόπους συνέτιζε ὁ Κύριος τὸ γένος μας ἀπὸ τὰ πανάρχαια
χρόνια. Μέσα στα πιὸ τρομερὰ γεγονότα τῆς ζωῆς, μέσα στις πιὸ μεγάλες συμφορές,
ὄχι μόνο ὁρισμένοι ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ λαοὶ ὁλόκληροι συναισθάνονταν τὴν ἀδυναμία
τους, ἀναγνώριζαν τὴν ἁμαρτωλότητα τους καὶ ἐπέστρεφαν στον παντοδύναμο
Προνοητή...
Ἂς
παραδεχθοῦμε τὴν ἐνοχή μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂς παραδεχθοῦμε πώς Ἐκεῖνος μόνο ἔχει
τή δύναμη να μας σώσει, καὶ ἂς ζητήσουμε ὁλόψυχα τή βοήθειά Του. Βλέπουμε ἤδη, ἄλλωστε,
ὅτι μας εὐλογεῖ τὸ παντοκρατορικό Του χέρι. Κοιτάξτε πόσο μας ὠφέλησαν, πόσο
μας ἀφύπνισαν, πόσο μας ψύχωσαν τὰ διατάγματα για τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία,
ποὺ ἐκδόθηκαν πρόσφατα στή χώρα μας. Ἡ θύελλα σκορπίζει τὸν βαρύ, πυρωμένο καὶ
πνιγερὸ ἀέρα. Μπροστά στόν κίνδυνο τῆς στερήσεως τῆς ἐλευθερίας τους, τῆς ἐλευθερίας
να πιστεύουν καὶ να προσεύχονται, οἱ ὀρθόδοξοι Ῥώσοι ἀπέκτησαν πιὸ θερμὴ πίστη
καὶ πιὸ θερμὴ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία.
Ὑπῆρξαν
ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ μοναχοί που ἀναδείχθηκαν μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Καὶ οἱ
πιστοὶ λαϊκοὶ μὲ αὐτοθυσία ὀρθῶσαν τὸ ἀνάστημά τους για τὴν ὑπεράσπιση τῆς
πίστεως καὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ἤδη πολλοί, σὲ διαφόρους τόπους, θυσίασαν καὶ
τή ζωή τους για τὴν πιστή. Ὁ Κύριος ἂς ἀναπαύσει τις ψυχές τους καὶ ἂς ἐλεήσει μὲ τις προσευχές τους κι ἐμᾶς καὶ τή Ῥωσία».
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ ἱερομάρτυρα Ἀνδρόνικε,
πρεσβεῦε ὑπὲρ ἡμῷν.
|