Ὁ Ὅσιος
Πέτρος καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ἦταν υἱός τοῦ πατρικίου καί
στρατηγοῦ Κωνσταντίνου καί ἤκμασε κατά τούς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων
Κωνσταντίνου καί Εἰρήνης (780 – 802 μ.Χ.) καί Νικηφόρου Α’ (802 – 811 μ.Χ.).
Ἀπό μικρή ἡλικία ἀνατράφηκε ἀπό τούς θεόφιλους γονεῖς του μέ κάθε εὐσέβεια καί
ἐπιδόθηκε μέ μεγάλο ζῆλο καί ἐπιμέλεια σέ γραμματικές καί φιλοσοφικές μελέτες,
ὥστε λεγόταν γι’ αὐτόν ὅτι «πᾶσαν γραφήν
ἐδιδάχθη ἑλληνικήν καί χριστιανικήν».
Ἐξ’
αἰτίας τῶν πολλαπλῶν προσόντων του, τιμήθηκε ἀπό τούς αὐτοκράτορες Κωνσταντῖνο
καί Εἰρήνη μέ τό ἀξίωμα τοῦ δομέστικου τῶν Σχολῶν, μετά δε τό θάνατο τοῦ πατέρα
του, μέ τό ἀξίωμα τοῦ Πατρικίου καί ἀργότερα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο
προήχθη στό ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Ἰκανάτων (άνακτορικῆς φρουρᾶς) καί τόν
ἀκολούθησε στήν ἀποτυχημένη ἐκστρατεία κατά τῶν Βουλγάρων, τό 809 μ.Χ.
Συνελήφθη
αἰχμάλωτος μέ πενήντα ἄλλους ἄρχοντες, ὁδηγηθηκε στή φυλακή, ὅπου παρέμεινε
καταταλαιπωρούμενος γιά ἀρκετό καιρό.
Ἀποφυλακίσθηκε,
ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό ὅλα τά ἀξιώματά του
καί διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς, ἀποσύρθηκε στόν Ὄλυμπο τῆς
Βιθυνίας. Ἐκεῖ συνάντησε τόν Ὅσιο Ἰωαννίκιο († 4 Νοεμβρίου), ἐτέθη ὑπό
τήν πνευματική του καθοδήγηση καί ἐξασκεῖτο σέ μοναχικές ἀρετές.
Μετά τό
θάνατο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα καί μετά ἀπό μοναχικό βίο τριάντα τεσσάρων
ἐτῶν, ἐπανῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη, γύρω στό 847 μ.Χ., ὅπου ἀνήγειρε μικρό ναό
στήν περιοχή τοῦ Εὐάνδρου, συνέχισε τήν ἄσκηση προσευχόμενος, σκληραγωγούμενος
καί ἐπιτελώντας θαύματα.
Το 854
μ.Χ., μετά ἀπό ὀκταετή αὐστηρότατη ἀσκητική διαβίωση ἐκεῖ, σέ βαθύ γήρας,
κοιμήθηκε εἰρηνικά καί ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς μονῆς πού ἐμόναζε.
|