Οἱ Ἅγιοι
Μάρτυρες Παῦλος, Βήλων, Θέων, Ἤρων κατάγονταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί μαρτύρησαν
μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς στήν Θεσσαλονίκη ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ
(285 – 305 μ.Χ.). Τό Συναξάριο τῶν Ἁγίων σώζεται σέ ἀρκετά Γεωργιανά
χειρόγραφα.
Ἄν καί ἡ
μνήμη τους δέν ἀναγράφεται σέ κάποια ἑλληνική πηγή, θεωρεῖται πολύ πιθανό τό
κείμενο τοῦ Συναξαρίου τους νά ἀποτελεῖ μετάφραση ἄρχαιότερου ἑλληνικοῦ
προτοτύπου. Στό Συναξάρι ἀναφέρονται ὀνομαστικά μόνον οἱ τέσσερις ἀπό τούς
τριάντα ἕξι Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἀπέδειξαν ξεχωριστή γενναιότητα, ὑπέμειναν
περισσότερο τά βασανιστήρια καί μαρτύρησαν μετά ἀπό τούς ὑπολοίπους.
Μετά τήν
ἔκδοση τοῦ διατάγματος τοῦ Μαξιμιανοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν καί τήν ἀποστολή του
σέ ὅλη τήν Ρωμαϊκή ἐπικράτεια, ὁ διοικητής τῆς Αἰγύπτου Ἀμπλιανός διέταξε νά
παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν του, γιά νά ἐξετασθοῦν ὅλοι ὅσοι δέν λάτρευαν τά εἴδωλα,
ἀλλά πίστευαν στό Χριστό. Μία τέτοια ὁμάδα Χριστιανῶν ἦταν καί αὐτή τῶν τριάντα
ἕξι πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, παρ’ ὅλους τούς βασανισμούς πού ὑπέστησαν, παρέμειναν
ἀκλόνητοι στήν πατρώα εὐσέβεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀμπλιανός τούς ἔστειλε στή
Θεσσαλονίκη σέ ἄθλια κατάσταση, ἐξ’ αἰτίας τῆς ἐξαντλήσεως πού τούς εἶχε
ἐπιφέρει τό ταξίδι, ἀλλά καί τῶν βασανιστηρίων πού εἶχαν ὑποστεῖ στήν Αἴγυπτο.
Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν σέ θέση νά παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος
Μαξιμιανοῦ, διατάχθηκε ἡ θανάτωσή τους διά ξίφους. Συνολικά τριάντα δύο
Χριστιανοί ἀποκεφαλίσθηκαν, ένῶ γιά ἄλλους τέσσερις πού διατηροῦσαν ἀκόμη τίς
δυνάμεις τους ἀποφασίσθηκε νά βασανισθοῦν σκληρότερα, ἀφοῦ παρουσιασθοῦν στόν
Μαξιμιανό. Οἱ τέσσερις Μάρτυρες, ὁ Παῦλος, ὁ Βήλων, ὁ Θέων καί ὁ Ἥρων, μέ πολλή
παρρησία καί πνευματική ανδρεία ὁμολόγησαν τή Χριστιανική τους ἰδιότητα καί τήν
ἐμμονή τους στή μία καί ἀληθινή πίστη. Ὁ Μαξιμιανός προσπάθησε ἀρχικά νά κάμψει
τό φρόνημά τους θυμίζοντάς τους τό μαρτύριο τοῦ Γέροντος Ἄνθιμου, ἀλλά ὅταν
διαπίστωσε πώς μ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν κατόρθωνε τίποτε, διέταξε νά τούς δέσουν
σέ πασσάλους, νά κατασχίσουν τίς σάρκες τους καί, τέλος, νά τούς κάψουν.
Κατά τήν
διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τά ὁποῖα ὑπέμειναν ἀγόγγυστα οἱ τέσσερις Ἅγιοι, τούς
παρουσιάσθηκε σέ ὅραμα ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος τούς ἐνίσχυσε καί στή συνέχεια
κατέσβησε τήν φωτιά. Ὁ Μαξιμιανός θεώρησε πώς αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα μαγείας, γι’
αὐτό καί διέταξε νά τούς βασανίσουν ἀκόμα σκληρότερα. Τούς ἔθεσαν στή μέση τοῦ
ἀμφιθεάτρου, ὅπου εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος ὄχλου καί ἐξαπέλυσαν τά ἐξαγριωμένα
θηρία. Αὐτά ὅμως ὅχι μόνο δέν τούς κατασπάραξαν, ὅπως ἀναμενόταν, ἀλλά
συνωστίζονταν γύρω τους, γιά νά τά εὐλογήσουν. Ὁ ὄχλος, ἀπορημένος ἀπό τό
παράδοξο γεγονός, γεμᾶτος θαυμασμό ἄρχισε νά ἀναφωνεῖ: «Πόσο Μέγας εἶναι ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν! Ἐλευθερώσατε τούς Ἁγίους
Μάρτυρες!». Ὁ Μαξιμιανός ὀργισμένος διέταξε νά κατασφάξουν τό συγκεκριμένο
πλῆθος. Χίλιοι περίπου ἄνθρωποι βρῆκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα μαρτυρικό θάνατο. Τά
νεκρά σώματά τους τά ἔρριψαν στά θηρία, πρός μεγάλη ἔκπληξη ὅμως τοῦ Μαξιμιανοῦ
δέν τά ἄγγιξαν καθόλου, γι’ αὐτό διατάχθηκε καί ἡ σφαγή τῶν θηρίων.
Τέλος,
γιά νά ἀπαλλαγεῖ πλέον ὁ Μαξιμιανός ἀπό τούς τέσσερις Μάρτυρες, διέταξε νά τούς
ἀποκεφαλίσουν. Τούς ὁδήγησαν λοιπόν ἔξω ἀπό τήν πόλη, ὅπου τούς ἀποκεφάλισαν.
Με΄τα τό μαρτύριο τῶν τεσσάρων Ἁγίων, κάποιος Αἰγύπτιος, ὀνομαζόμενος Πάνης,
ἐξαγόρασε τά τίμια λείψανά τους καί
μερίμνησε γιά τήν ταφή τῶν τιμίων λειψάνων σέ ἄγνωστο μέρος, τά ὁποῖα ἀργότερα
, περί τό 311 μ.Χ., τά μετακόμισε στήν γενέτειρά τους Αἴγυπτο.
|