Ὁ Ὅσιος
Νικόδημος τοῦ Κοζεζέρσκϊυ, κατά κόσμον Νικήτας, γεννήθηκε στό χωριό Ἰβάνκοβο,
κοντά στό Ροστώβ τῆς Ρωσσίας. Ἀφοῦ ἔθαψε τούς γονεῖς του, ὁ Νικήτας ἀναχώρησε
γιά τήν πόλη Γιαροσλάβλ, ὅπου ἔζησε γιά ἕνα ἀρκετά μεγάλο διάστημα. Ἐκεῖ ἔμαθε
τήν τέχνη τοῦ σιδηρουργοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξοικονομοῦσε τά πρός τό ζῆν. Ἡ
Ἀπασχόληση αὐτή τοῦ ἔδινε περισσότερα ἔσοδα ἀπό ὅσα χρειαζότανγιά τίς
περιορισμένες ἀνάγκες του κι ἔτσι ὅ,τι τοῦ περίσσευε τά ἔδινε μέ μεγάλη χαρά
ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς. Περνοῦσε τή ζωή του μέ μιά ἀκούραστη διάθεση γιά
ἐργασία, παρακολουθοῦσε μέ ζῆλο τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες καί προσευχόταν θερμά καί
ἀδιάλειπτα. Πλησίαζε, ὅμως, ἡ ὥρα ὁ Νικήτας νά βρεῖ τό δρόμο του. Πῆγε στό
Κουλίσκυ, ὅπου ζοῦσε ὁ διορατικός στάρετς Ἠλίας, πού ἔδινε ψυχοσωτήριες
συμβουλές. Δέν εἶχε φθάσει καλά-καλά στό κελλί τοῦ Γέροντος καί ἐκεῖνος, πού
ἦταν περικυκλωμένος άπό ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, φώναξε μέ προφητικό τρόπο:
«Ἀπό ποῦ ἦλθε ἐδώ ὁ ἐρημίτης τοῦ
Κοζιούγκ;», ἀποκαλύπτοντας ἔτσι τή μυστική σκέψη τοῦ μελλοντικοῦ ἀσκητοῦ.
Ὅλες πιά οἱ ἀμφιβολίες καί οἱ ταλαντεύσεις τοπυ Νικήτα ἐξαφανίσθηκαν ἀπό τή
ψυχή του. Ὁ Νικήτας πούλησε ἀμέσως ὅλα τά ὑπάρχοντά του, ἔδωσε τά χρήματα στούς
φτωχούς καί ἀφοῦ ἦλθε στό μοναστήρι τοῦ Τσούντωφ, στή Μόσχα, παρακάλεσε τόν
Ἀρχιμανδρίτη Παφνούτιο νά τόν δεχθεῖ στήν ἀδελφότητα. Ὁ Παφνούτιος δέχθηκε τόν
ταπεινό ἀγωνιστή μέ ἀγάπη, τοῦ ἔθεσε ὡς ἄσκηση τεσσαρακονθήμερη νηστεία καί τοῦ
ἀνέθεσε διάφορα ἄλλα διακονήματα. Ἀφοῦ ὁ Νικήτας ἐκτελοῦσε τό κάθε τι
προσεκτικά, μέ ταπείνωση καί ὑπακοή, μελετώντας συγχρόνως τίς Θεῖες Γραφές, ὁ
Παφνούτιος τόν ἔκειρα μοναχό καί τόν μετονόμασε Νικόδημο, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου
Νικοδήμου τοῦ Προσφοράρη πού ἔζησε στίς Σπηλιές τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, στήν
ἑορτή τοῦ ὁποίου ἔλαβε χώρα ἡ κουρά, στίς 31 Ὀκτωβρίου 1595. Ἔτσι ἡ προφητεία
πού ἀκούσθηκε στούς ἀγρούς, καλώντας τό Νικήτα μέ τό ὄνομα «Νικόδημος»,
ἐκπληρώθηκε.
Ὁ Ὅσιος
Νικόδημος ἔζησε ἕνδεκα χρόνια στό μοναστήρι τοῦ Τσούντωφ. Μαχόμενος ἐναντίον
τῶν παθῶν, ἀγωνίσθηκε συγχρόνως μέ τιμιότητα καί προθυμία γιά τούς ἀδελφούς. Ἦταν
ταπεινός, ἁπλός, ἐλεήμων, εὐσεβής, θαρραλέος καί πλημμυρισμένος ἀπό ἀγάπη γιά
ὅλους. Οἱ ἀδελφοί εἶχαν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τούς ἀγῶνες του καί τόν ἀγαποῦσαν, ὁ
Ὅσιος ὅμως ἀπέφευγε τήν τιμή καί τήν δόξα καί φλεγόταν ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά
ἀνώτερη πνευματική τελειότητα.
Κατά τό
1606, ὁ ἀρχιμανδρίτης Παφνούτιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καί ἔγινε Μητροπολίτης
τῆς Κρουτίτσης. Ὁ Ὅσιος Νικόδημος πῆγε μαζί του στήν Κρούτιτσα, ἀλλά πολύ
γρήγορα ἔρχισε νά τόν παρακαλεῖ νά τοῦ ἐπιτρέψει νά πάει στήν ἔρημο, γιατί ἡ
ζωή στή Μητρόπολη, μέ τά διάφορα προβλήματα, δέν μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τή
Ψυχή τοῦ Ὁσίου. Ὁ Μητροπολίτης Παφνούτιος προσπάθησε γιά πολύ καιρό νά πείσει
τόν Ὅσιο Νικόδημο νά μείνει μαζί του, γιατί δέν ἤθελε νά χωρισθεῖ ἀπό τόν
ἀγαπημένο μαθητή του. Βλέποντας ὅμως τήν ἀμετακίνητη ἀπόφασή του καί ὄντας ὁ
ἴδιος ἐραστής τῆς ἐρήμου, τοῦ ἔδωσε εὐχή νά ἀναχωρίσει καί τοῦ χάρισε γιά
εὐλογία ἕνα ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου. Ἔτσι ὁ Ὅσιος
Νικόδημος ἀναχώρησε γιά ἕνα ἡσυχαστικό ἐρημητήριο στό μακρυνό Βορρᾶ καί
ἐγκαταστάθηκε στούς ἀρκτικούς βάλτους τῆς λίμνης Κόζα, ὅπου ἀσκήτεψε θεοφιλῶς
καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1640.
|