Ὁ Ἅγιος
Ἱερομάρτυς Κυπριανός ὁ Νέος καταγόταν ἀπό τό χωριό Κλητζός τῶν Ἀγράφων. Οἱ
εὐσεβεῖς γονεῖς του τόν διαπαιδαγώγησαν
μέ εὐσέβεια καί τόν κατέστησαν ἄξιο γιά τό μοναχικό βίο καί τό ἀξίωμα
τῆς ἱερωσύνης, πού ἀργότερα ἔλαβε. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τή γενέτειρά του, μετέβη
στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀφοῦ ἀγόρασε τό Κουτλουμουσιανό κελί «Ἅγιος Γεώργιος»
ἔπιδόθηκε μαζί μέ δύο ἄλλους ἀδελφούς σε σκληρότατη ἄσκηση καί σέ καλλιέργεια
τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν.ἀφοῦ ἔγινε τύπος και παράδειγμα τῆς μοναχικῆς ζωῆς γιά
ὅλους πού ἀσκοῦνταν στόν Ἄθω. Θεωρώντας ὅμως ὅλα αὐτά ὡς ἀνεπαρκῆ, ἀποφάσισε νά
προσφέρει καί τό αἷμα του γιά τό Χριστό. Κατόπιν αὐτοῦ μετέβη στή Θεσσαλονίκη
καί ἄρχισε νά κηρύττει τό θεῖο λόγο, καταφερόμενος μέ σφοδρότητα ἐναντίον τῶν
ἀπίστων καί καλώντας τους στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη καί
ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ἐπανέλαβε ὅσα ἐκήρυττε ὁ ἴδιος. Αὐτός ἀφοῦ ἐξέλαβε τόν
Κυπριανό ὡς παράφρονα, μετά ἀπό ἐλαφρύ ξυλοδαρμό, τόν ἄφησε ἐλεύθερο.
Ὁ
Κυπριανός, ἀφοῦ στή Θεσσαλονίκη δέν πέτυχε τό σκοπό του, μετέβη στή
Κωνσταντινούπολη καί παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ βεζύρη, ἄρχισε νά καταφέρεται
ἐναντίων τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας καί
νά ἐξυμνεῖ τό Χριστιανισμό. Κατ’ ἀρχάς ὁ βεζύρης ἐξέλαβε καί ὁ ἴδιος τόν
Κυπριανό ὡς φρενοβλαβῆ ἤ μεθυσμένο, ὅταν ὅμως ἀπό τήν διαλογική συζήτηση
διαπίστωσε τή νηφαλιότητα καί τήν
πνευματική του διαύγεια, τόν κάλεσε νά προσχωρήσει στό Μωαμεθανισμό, ὑποσχόμενος πλούτη καί
ἀξιώματα. Ὁ Κυπριανός ὄχι μόνο
ἀποποιήθηκε αὐτά, ἀλλά κάλεσε καί αὐτός τό βεζύρη νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του
καί νά προσέλθει στό Χριστιανισμό. Κατόπιν αὐτοῦ ὁ βεζύρης διέταξε νά παραδοθεῖ ὁ Κυπριανός στό μουφτῆ καί ἐκεῖνος τή θανάτωσή του στό Φανάρι, γιά
παραδειγματισμό καί ντροπή τῶν μοναχῶν. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό
τόν ἔπαρχο, ὁδηγήθηκε στό Φανάρι, στή θύρα τοῦ πατριαρχικοῦ ναοῦ.
«Ὡς ἔφθασεν εἰς τήν θύραν τῆς Πατριαρχικῆς
Ἐκκλησίας, ἐκεῖ κλίνοντας τά γόνατα καί τό σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ ποιήσας»,
δέχθηκε τό μαρτυρικο θάνατο δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, στίς 5 Ἰουλίου τοῦ 1679.
Συντάκτης
τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ
εἶναι ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης, ἐνῶ στή συνέχεια αὐτό παραφράστηκε ἀπό τόν παπᾶ
Ἰωνᾶ τόν Καυσοκαλυβίτη καί συμπεριλήφθηκε στό Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ Ὁσίου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἐκτός τοῦ Μαρτυρίου, σημαντική πηγή εἶναι καί ἡ
ἀναφορά πού ὑπάρχει στό μουσικό χειρόγραφο Μεγίστης Λαύρας Η145, φ. 36: «αχοθ’ μηνί Ἰουλίῳ ε’ ἡμέρᾳ Σαββάτῳ ἦλθεν
ἕνας ἱερομόναχος ἀπό τό ἅγιον ὄρος ἀπό τοῦ Κουτλουμουσίου τήν Σκήτην ἦλθεν εἰς
τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἐμαρτύρησε διά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἔκοψαν τήν
κεφαλήν του ἔμπροσθεν τοῦ πατριαρχείου τήν πόρτα· βασιλεύς ὁ σουλτάν Μεϊμέτης,
καί ὁ βεζύρης ὁ καρά Μουσταφᾶ πασᾶς, καί τό ὄνομα τοῦ μάρτυρος Κυπριανός
Ἱερομόναχος, πατριάρχης ὁ κύρ Διονύσιος ὁ Σερογλάνης».
Τεμάχια
τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ φυλάσσονται στίς μονές Βαρλαάμ
Μετεώρων καί Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν Κυνουρία, ἐνῶ στό Κουτλουμουσιανό
Κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, φυλάσσεται καί τό, κατά τήν
παράδοση, ἐπιτραχήλιό του.
|