Ἡ Ἁγία
Εὐφροσύνη, κατά κόσμον Εὐδοξία, ἔζησε στήν Ρωσσία καί ἦταν θυγατέρα τοῦ
πρίγκηπος τῆς Σουζδαλίας Δημητρίου Κωνσταντίνοβιτς.
Τό ἔτος
1367, νυμφεύθηκε τόν μεγάλο πρίγκηπα Δημήτριο Ντονσκόϊ. Ὁ γάμος αὐτός ἔβαλε
τέλος στήν μακρά διαμάχη ἀνάμεσα στήν Σουζδαλία καί τήν Μόσχα καί ἔφερε εἰρήνη.
Σιγά – σιγά ἡ Εὐφροσύνη ἔγινε πολύτιμη σύμβουλος τοῦ συζύγου της πού βρέθηκε νά
ἡγεῖται τῆς Ρωσσικῆς γῆς σέ μία ἀπό τίς δύσκολες στιγμές τῆς ἱστορίας της, ὄχι
μόνο ἐξ αἰτίας τοῦ ταταρικοῦ ζυγοῦ ἀλλά καί τῶν ἐσωτερικῶν διχασμῶν. Ἡ Ἁγία
ἐπεδείκνυε πάντοτε μεγάλη εὐαισθησία γιά τίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν καί τά βάσανα
τῶν ἀδυνάτων. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε καί γιά τήν ἀνέγερση ναῶν. Ὁ βίος
της ἦταν λιτός καί ἀσκητικός. Ἡ προσευχή ἦταν ἡ καταφυγή καί ἡ παρηγοριά της.
Ὅταν ὁ
σύζυγός της ὁδήγησε τόν Ρωσσικό στρατό στήν περίφημη νίκη τοῦ Κουλίκοβο ἐνάντια
στόν Ταταρικό στρατό τοῦ Μαμάϊ, ἡ Ἁγία προσευχόταν ἀδιάλειπτα στόν ναό τοῦ
Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.
Δύο
χρόνια μετά, μέ τήν ἐπέλαση τοῦ Τοχτάμις, ἡ Ἁγία Εὐφροσύνη, εὑρισκόμενη στό
Περγιασλάβλ, δέν συνελήθφη. Κατόρθωσε νά ξεφύγει πηγαίνοντας πρῶτα στό Ροστώβ
καί ἀπό ἐκεῖ στήν Κοστρόμα. Ὅταν οἱ Τάταροι ἀποσύρθηκαν, ὁ Δημήτριος Ντονσκόϊ
μαζί μέ τήν Εὐφροσύνη ἐπέστρεψαν ξανά στήν Μόσχα καί βρῆκαν μία πόλη δραματικά
ἀφανισμένη μέ χιλιάδες νεκρούς στούς δρόμους.
Στό
μεταξύ, τό ἔτος 1383, πέθανε ὁ πατέρας της καί ὁ υἱός της Βασίλειος κρατήθηκε
ὡς ὅμηρος ἀπό τούς Τατάρους. Αὐτές οἱ δοκιμασίες τήν ὤθησαν ἀκόμα περισσότερο
στήν ὁδό τῆς πίστεως καί ἐκείνη ἀκριβῶς τήν περίοδο ἔκτισε στό Κρεμλῖνο ἕνα
μεγάλο γυναικεῖο μοναστήρι ἀφιερωμένο στήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.
Το 1389,
σέ ἡλικία μόλις 39 ἐτῶν, πέθανε ὁ σύζυγός της. Στήν ἐπιθανάτια κλίνη ὁ Δημήτριος
Ντονσκόϊ ζήτησε τήν σύζυγο καί τούς υἱούς του. Στά παιδιά του ἀπηύθηνε λόγια
παρηγοριάς καί ἀγάπης καί τά προέτρεψε νά ἀκοῦνε σέ ὅλα τήν μητέρα τους. Νωρίς
πέθανε, ἐπίσης, καί ὁ προτελευταῖος υἱός τῆς Ἁγίας, ὁ Ἰβάν. Ἀπέμειναν, ἀκτός
ἀπό τόν Βασίλειο, πού ἦταν ὅμηρος τῶν Τατάρων, ὁ μεγάλος πρίγκηπας Γεώργιος, ὁ
Ἀνδρέας, ὁ Πέτρος καί ὁ μικρός Κωνσταντῖνος.
Περί τό
1391, ἡ Ἁγία Εὐφροσύνη ἀνήγειρε τόν πέτρινο ναό τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου. Τά
ἐγκαίνια ἔγιναν ἀπό τόν Μητροπολίτη Κυπριανό. Ἐκεῖ συνέχισαν νά ἐργάζονται οἱ
μεγάλοι εἰκονογράφοι, Θεοφάνης ὁ Ἕλληνας καί Συμεών Τσέρνυϊ.
Το 1395,
ὅταν ὁ Ταμερλᾶνος εἰσέβαλε στίς νότιες περιοχές τῆς Ρωσσίας, κατόπιν συμβουλῆς
τῆς Ἁγίας, μετακομίσθηκε στήν Μόσχα ἀπό τήν πόλη Βλαδιμίρ ἡ εἰκόνα τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἐπροστάτευσε τήν Ρωσσική γῆ.
Λίγο πρίν
τήν κοίμησή της, τό ἔτος 1407, ἔγινε μοναχή στήν μονή τῆς Ἀναλήψεως. Τά ἱερά
λείψανά της φυλάσσονται στήν κρύπτη τῆς μονῆς.
|