Ὁ Ὅσιος
Φώτιος εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί τά μηναῖα. Ὁ Βίος του ἀναφέρεται
στόν Λαυρεωτικό Κώδικα Γ’ 86 φ. 142α.
Ὁ Ὅσιος
Φώτιος ὁ Θεσσαλός ὑπῆρξε δεσπόζουσα μοναστική φυσιογνωμία στό πνευματικό
περιβάλλον τῆς Θεσσαλονίκης κατά τόν 11ο αἰῶνα. Καταγόταν ἀπό τήν
Θεσσαλία, ὅρο μέ εὐρύτατη γεωγραφική ἔννοια αὐτή τήν περίοδο, ἀπό εὔπορους καί
ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο δέν κατονομάζονται στόν Βίο του. Σέ νεανική
ἡλικία ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο, ἐπιδιδόμενος σέ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Φθάνοντας στήν Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία ὁ βιογράφος του δέν παραλείπει νά
ἐγκωμιάσει ὡς «προκαθεζόμενη τῶν
Θετταλικῶν πόλεων» καί ὡς «βασιλίδα
ταῖς ἑκατέρωθεν πόλεσι», ὁ Ὅσιος Φώτιος ἐγκαταβίωσε σέ μία μικρή μονή στήν
περιοχή τῆς Ἀκροπόλεως, ἐντός τῶν τειχῶν, τιμώμενη στό ὄνομα τῶν Ἁγίων
Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ. Ἐκεῖ γνώρισε κάποιον μεγάλο ἀσκητή, τόν ἱερό
Βλάσιο, στόν ὁποῖο κατέστη ὑποτακτικό.
Ὁ
ἀνώνυμος συντάκτης τοῦ Βίου ἀφιερώνει ἕνα μεγάλο τμῆμα του στήν προσωπικότητα
τοῦ ἀσκητοῦ καί γέροντα τοῦ Ὁσίου Φωτίου, Βλασίου, τόν οποῖο συνδέει μέ τόν
αὐτοκράτορα Δαμιανό Β’ (959 – 963 μ.Χ.), ἄν καί τόν συγχέει μέ τόν Ρωμανό Α’
Λεκαπηνό. Ὁ Βλάσιος κλήθηκε ἀπό τόν
αὐτοκράτορα καί μετέβη, συνοδευόμενος ἀπό τόν Φώτιο, στήν Κωνσταντινούπολη,
ὅπου κατέστη καί πνευματικός πατέρας τοῦ Ρωμανοῦ Β’. Τέλεσε ὁ ἴδιος τήν βάπτιση
τοῦ υἱοῦ του, Βασιλείου Β’, τό 958/9 μ.Χ., δίνοντάς του προορατικά τό ὄνομα
Βασίλειος. Στήν βάπτιση παρευρισκόταν καί ὁ Ὅσιος Φώτιος, τόν ὁποῖο ὁ Βλάσιος
ὑπέδειξε ὡς κατάλληλο πρόσωπο γιά τήν περιφορά τοῦ βρέφους ὥς τόν κοιτῶνα του,
μέ τήν συνοδεία ψαλμωδιῶν.
Ὁ Φώτιος
ἐπέστρεψε στήν Θεσσαλονίκη καί, ὄντας ἐραστής τῆς ἡσυχίας, μετέβη στίς ὑπώρειες
τοῦ Χορτιάτη, ὅπου ἔκτισε μία καλύβη μέ πέτρες καί ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ,
συνεχίζοντας τόν ἀγῶνα του στόν στίβο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τήν ἄνοιξη καί τό
καλοκαίρι ἀνερχόταν στήν κορυφή τοῦ ὄρους, ὅπου καί ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο
στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, καί ὅπου μέ θαυματουργιλό τρόπο ἀνέβλυσε πηγή μέ καθαρό
νερό, ἡ ὁποία στίς ἡμέρες πού γραφόταν ὁ Βίος εἶχε ἐξελιχθεῖ σέ ἁγίασμα μέ
ἰαματική δύναμη.
Ὡστόσο,
οἱ ἐπιδρομές τῶν Βουλγάρων προκάλεσαν μεγάλη ἀστάθεια καί ἀνάγκασαν τόν
αὐτοκράτορα Βασίλειο Β’ νά συντάξει τά Βυζαντινά στρατεύματα καί νά
ἐκστρατεύσει ἐναντίον τους, ἀλλά ἡ ἔκβαση τῶν γεγονότων ἦταν ἀρνητική. Ὁ
Βασίλειος κατευθύνθηκε πρός τήν Θεσσαλονίκη, τήν ὁποία «καί φρούριον εἶχε καί κατά τῶν ἐχθρῶν ἀσφαλές ὁρμητήριον». Ἐκεῖ
ἀναζήτησε τόν ἀσκητή Βλάσιο καί, ὅταν πληροφορήθηκε τόν θάνατό του, ζήτησε νά
μάθει γιά τόν μαθητή του, πού τόν εἶχε κρατήσει στά χέρια του κατά τήν βάπτισή
του. Τελικά πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ὅσιος Φώτιος ἀσκήτευε κάπου ἐκτός τῆς πόλεως
καί τόν κάλεσε νά σπεύσει νά τόν συναντήσει· ἔκτοτε ὁ Βασίλειος κράτησε κοντά
του τόν Ὅσιο Γέροντα, ὄχι μόνο στή Θεσσαλονίκη ἀλλά καί κατά τίς ἐκστρατεῖες
του. Τοιουτοτρόπως «ὁ μέν (βασιλεύς)
ὅπλοις ἀμυντηρίοις, ὁ δέ (Φώτιος) λόγοις εὐκτηρίοις τούς ἐναντίους ἀμύνονται».
Μετά τήν
ὁλοκληρωτική ἐπικράτηση τοῦ Βασιλείου Β’, τό 1017/8, ὁ Ὅσιος Φώτιος ἐπέστρεψε
στήν Θεσσαλονίκη ἐπευφημούμενος ἀπό τούς Θεσσαλονικεῖς. Ὁ αὐτοκράτορας, σύμφωνα
μέ τόν Βίο, τοῦ ἀπέστειλε χρυσόβουλλο γράμμα, μη σωζόμενο σήμερα, μέ τό ὁποῖο
τοῦ παρεῖχε δῶρα, τά ὁποία ὁ Φώτιος χρησιμοποίησε γιά ἀγαθοεργίες καί γιά τήν
ἀνέγερση ναῶν καί μονῶν στήν περιοχή τῆς Ἀκροπόλεως, ἀλλά καί σέ ἄλλα σημεῖα
τῆς πόλεως, ὅπως πολύ παραστατικά ἀναφέρει ὁ βιογράφος του: «ἆρον κύκλῳ τούς ὀφθαλμούς σου περί τήνδε τήν
ἀκρόπολιν, εἰ τῶν ἀνταυθοῖ πολιτῶν ὑπάρχεις… καί ἴδε τά κατ’ αὐτήν συνεστῶτα
σεμνεῖα· πρόελθε δή καί τοῦ ἄστεως, καί
περιάθρησον τῶν τοῦ Φωτίου πόνον τά σιγῶντα κηρύγματα. Πολλαχοῦ γάρ ὄψει τεμένη
θεῖα παρ’ ἐκείνου γεγενημένα καί ψυχῶν ἱερά φροντιστήρια, ἐν οἷς ἅπασι, τοῖς
μέν ἀνδρῶν μοναζόντων, τοῖς δέ γυναικῶν μοναζουσῶν πολλά πλήθη πρότερον ἦν».
Τήν μεγάλη προσφορά τοῦ Ὁσίου Φωτίου στόν μοναχισμό τῆς Θεσσαλονίκης
ὑπογραμμίζει ὁ βιογράφος του μέ ἐγκωμιαστικό τρόπο, τονίζοντας στήν συνέχεια
ὅτι «πάντων τούτων αἱ ἀγέλαι τῶν
μονοτρόπων, αἵτινες πάλαι τε ἦσαν καί νῦν εἰσίν, ἐκείνου πνευματικά τυγχάνει γεννήματα,
πάντες τοῦ μεγάλου τούτου ποιμένος ποίμνιον, πάντες τῶν ἱερῶν ἐκείνου προσευχῶν
κατορθώματα».
Ἀπό τήν
συνέχεια τοῦ Βίου πληροφορούμεθα ὅτι ὁ βιογράφος του εἶχε ὑπ’ ὄψιν του καί μία
διαθήκη πού εἶχε συντάξει ὁ Ὅσιος Φώτιος πρό τοῦ θανάτου του («τήν ἔξόδιος τοῦ
Ἁγίου διάταξιν, ἥν ἐγγράμματον ὑποχορεῖν τοῦ βίου μέλλων ἐξέθετο»). Ἡ διαθήκη
αὐτή, ὅπως ἐξάγεται ἀπό τήν σύηντομη περιγραφή τοῦ περιεχομένου της πού
παρέχεται ἀπό τόν συντάκτη τοῦ Βίου στήν συνέχεια, ἔφερε τά βασικά
χαρακτηριστικά τῶν κτιτορικῶν διαθηκῶν, δηλαδή τῶν διαθηκῶν πού συνέτασσαν οἱ
κτίτορες τῶν μονῶν, γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τους μετά τόν θάνατό τους. Ἡ
μνημονευόμενη διαθήκη ὅριζε τόν ἀπόλυτο ἐγκλεισμό τῶν μοναστριῶν κάποιας
γυναικείας μονῆς πού εἶχε συστήσει ὁ Ὅσιος ἐντός τοῦ χώρου τῆς Μονῆς, ρύθμιζε
τά τῆς φροντίδος τῶν ναῶν πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ ἴδιος, τήν διαδοχή του στήν
πνευματική καθοδήγηση τῶν μοναχῶν πού
ἀποτελοῦσαν τήν συνοδεία του, καθώς καί μία σειρά Κανόνων σχετικά μέ διάφορες
πτυχές τοῦ μοναχικοῦ βίου: νηστεία, ἀνάπαυση, λειτουργικό τυπικό, μέριμνα ὑπέρ
τῶν πτωχῶν.
Ὁ Βίος
δέν παρέχει καμία χρονική ἔνδειξη σχετικά μέ τό ὁσιοακό τέλος τοῦ ἀσκητοῦ
Φωτίου τοῦ Θεσσαλονικέως· περιορίζεται μόνο στή δήλωση ὅτι παρέδωσε τό ἱερό
πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ «πλήρης
ἡμερῶν ἀλληθῶς τῶν τε θείων ἅμα καί τῶν ἀνθρωπίνων γενόμενος». Πρέπει,
ὡστόσο, ἡ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Φωτίου νά τοποθετηθεῖ μέ βεβαιότητα μετά τό ἔτος
1017, κατά τό ὁποῖο, ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’
κατετρόπωσε ὅριστικά τούς Βουλγάρους.
Σημαντική
εἶναι καί ἡ μνεία τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου ἀπό τούς μαθητές του,
προφανῶς στήν μονή ὅπου ἐγκαταβίωσε τά τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς του καί
κοιμήθηκε. Σύμφωνα μέ τόν Βίο ἐτελεῖτο πανήγυρη, κατά τήν ὁποία ψάλλονταν ὕμνοι
πού εἶχαν συντεθεῖ γι’ αὐτόν: «συνιόντων
ἀλλήλοις καί συμπανηγυριζόντων τόν θεῖον τούτου μνημόσυνον, καί ψαλμοῖς καί
ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς αὐτόν γεραιρόντων».
Ἡ σύνθεση
ὕμνων πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Φωτίου ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ὕπαρξη ἑνός
ἐξαιρετικά σημαντικοῦ στιχηροῦ, πού συνέθεσε ὁ Μέγας Οἰκονόμος τῆς Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης καί μετέπειτα Μητροπολίτης Δημήτριος Βεάσκος τόν 13ο
αἰῶνα καί μελοποίησε ὁ Μοναχός Δανιήλ, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Ἰουλίου θ’. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φωτίου
κτήτορος μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου. Ποιήμα κυρίου Δημητρίου ἱεροδιακόνου καί μεγάλου
οἰκονόμου μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, οὗ τό ἐπώνυμον Βεάσκος…». Ἡ
σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ στιχηροῦ (ἀρχ.: Ἡ φαιδρά τοῦ θεοφόρου μνήμη Φωτίου…)
ἔγκειται στήν ἑορτολογική ἔνδειξη τῆς 9ης Ἰουλίου, ἡ ὁποία δέν
παρέχεται ἀπό τόν Βίο τοῦ Ὁσίου Φωτίου, καί στήν πληροφορία ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτής
τῆς περίφημης βασιλικῆς μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου.
Τήν
ταύτιση τοῦ Ὁσίου Φωτίου τοῦ Θεσσαλοῦ μέ τόν Ὅσιο Φώτιο, τόν κτήτορα τῆς Μονῆς
Ἀκαπνίου στήν Θεσσαλονίκη, πρότεινε πρῶτος ὁ Ἀθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, κατά
τήν ἔκδοση τοῦ προαναφερθέντος στιχηροῦ, καί στήν συνέχεια ὑποστήριξε
διεξοδικότερα ὁ V. Grumel. Ἡ ταύτιση αὐτή ἔχει γίνει πλέον καθολικά ἀποδεκτή
ἀπό τήν σύγχρονη ἔρευνα.
Ὁ
ἀνώνυμος Βίος τοῦ Ὁσίου Φωτίου ἐκφωνήθηκε πιθανότατα κατά τήν ἑορτή του στήν
Μονή Ἀκαπνίου, ἐνώπιον ἀκροατηρίου, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό μοναχούς – πνευματικά
τέκνα του, ὅπως διαφένεται ἀπό τήν προσφώνηση: «ὦ θεῖον καί ἱερώτατον σύστημα, καί τοῦ γεννήσαντος καί ποιμάναντος ὑμᾶς
διά τοῦ εὐαγγελίου κάλλιστα θρέμματα καί γεννήματα, τήν εὐφρόσυνον ταύτην
ἑορτήν σύν εὐφροσύνῃ τελέσωμεν». Διακρίνεται ἀπό μία ἔντονη ἐγκωμιαστική τάση καί
προσφέρει περιορισμένα ἱστορικά στοιχεῖα γιά τήν ζωή καί τήν δραστηριότητα τοῦ
Ὁσίου Φωτίου, ἄν καί ἡ συγγραφή του δέν πρέπει νά ἀπέχει πολύ ἀπό τόν χρόνο
ἀκμῆς τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ, ἐφ’ ὅσον στήν προφορική μορφή του ἀπευθύνθηκε στούς
μαθητές του. Σώζεται μόνο σέ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 12ου αἰ., τό ὑπ’
ἀριθ. 159 (Vlad. 390) τῆς Συνοδικῆς
Βιβλιοθήκης τῆς Μόσχας, στό ὁποῖο περιλαμβάνεται καί ὁ ἀρχικός Βίος τῆς Ὁσίας
Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος.
Τέλος,
σημαντική εἶναι καί ἡ μνεία τοῦ Ὁσίου Φωτίου στόν Βίο τοῦ Καλαβροῦ Ὁσίου
Φαντίνου τοῦ Νέου, πού κοιμήθηκε στήν Θεσσαλονίκη, τό 974 μ.Χ. Σύμφωνα μέ τόν
ἐκτενῆ Βίο του (§ 52) κατά τήν τελευτή του, ἐπισκέφθηκαν τόν Ὅσιο
Φαντίνο οἱ Μοναχοί Συμεών ὁ φιλόσοφος καί Φώτιος, τόν ὁποῖο ἡ ἐκδότρια τοῦ
Βίου, E. Follieri, ταυτίζει μέ βεβαιότητα μέ
τόν Ὅσιο Φώτιο τόν Θεσσαλό.
|